Πρόλογος πρώτης έκδοσης
Η σχέση μου με τον κινηματογράφο
Τα παιδικά και μαθητικά μου χρόνια τα πέρασα παρέα με αρκετά βιβλία, πολύ λίγο θέατρο, πολλή μουσική, και πολύ, πάρα πολύ, κινηματογράφο. Στις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων σημαντική θέση είχαν πάντα οι προβολές στο «Σινεάκ» τής Πανεπιστημίου, τού οποίου τις μουσικές, τις φωνές των σχολιαστών και τις εισαγωγικές εικόνες των επικαίρων έχω την αίσθηση πως τις βλέπω και τις ακούω ακόμα. Η κινηματογραφική παιδεία των παιδικών μου χρόνων συμπληρωνόταν από τις ταινίες μικρού μήκους που μας έδειχναν στα παιδικά πάρτι με τον καουμπόη τον Τομ Μιξ, με τον Σαρλώ και άλλους ήρωες. Πρόλαβα μάλιστα και τις υπαίθριες προβολές που γινόντουσαν τα καλοκαίρια στον τόπο παραθερισμού μου, από γυρολόγο που έστηνε οθόνη και πρόβαλε λογιών-λογιών επίκαιρα και μικρού μήκους ασήμαντες ταινίες, ενώ οι περισσότεροι καθόμασταν κατάχαμα. Νομίζω πως η πρώτη μεγάλη ταινία που παρακολούθησα στη ζωή μου ήταν η «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», όταν ήμουν έξι ετών, το 1951. Η δεκαετία τού 1950 συμπληρώθηκε με τις μουσικοχορευτικές ταινίες τού Hollywood, με τα κινούμενα σχέδια τού Disney και με ό,τι εθεωρείτο επιτρεπτό να βλέπει ένας μικρός μαθητής.
Εκείνη την εποχή οι ταινίες δεν ήταν ποτέ πολύ κακές. Στη χειρότερη περίπτωση ήταν πολύ ελαφρές. Αρκετά αθώες και αφελείς. Ποτέ όμως ακραίες, ή προσβλητικές ή απατηλές. Η γοητεία, μάλιστα, τού κινηματογράφου παρέμενε τόσο φρέσκια, ώστε το πλατύ κοινό, αθώο και περίεργο, παρακολουθούσε, απλώς και μόνον επειδή προβάλλονταν στο πανί, ακόμα και δύσκολες ταινίες, που δεν προσφέρανε καταιγισμό δράσης και δακρύβρεχτα ρομάντζα.
Ύστερα ήρθαν τα χρόνια των κινηματογραφικών λεσχών. Πιστός και στις δύο, δεν έχασα προβολή. Πότε στις αδελφές Μητροπούλου και πότε στο δίδυμο Γιάννη Μπακογιαννόπουλου - Ρούσσου Κούνδουρου, πότε στο «Άστυ» και πότε στο «Ρόδον», παρακολουθούσα ταινίες που ελάχιστα καταλάβαινα, αλλά που πολύ με γοήτευαν. Ο κινηματογράφος συνέχισε να με συντροφεύει όλα τα χρόνια τής ζωής μου.
Σήμερα όμως, με τη μεγάλη χρονική απόσταση από εκείνη την εποχή, έχω την εντύπωση πως μερικά πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο. Αυτή η αθωότητα, που άλλοτε έκανε το κοινό να παρακολουθεί με έκπληξη κάθε κινούμενη εικόνα, έδωσε τη θέση της σε μια νωθρότητα, που οφείλεται στην πολλή και κακή κινηματογραφική διατροφή. Το πλατύ κοινό, χορτασμένο από πληθώρα εικόνων, δεν έχει πλέον την άδολη περιέργεια των παλαιότερων χρόνων και αρνείται να καταναλώσει οτιδήποτε διαφέρει από την εικόνα στην οποία έχει συνηθίσει.
Η τηλεόραση, αυτό το υπέροχο, το μοναδικό, το πραγματικά ανέλπιστο εργαλείο μόρφωσης και διασκέδασης, θα μπορούσε να είναι η καλύτερη πνευματική τροφή. Χρησιμοποιήθηκε όμως άτσαλα, κακοποιήθηκε, διαστρεβλώθηκαν οι δυνατότητές της, με αποτέλεσμα να επιβάλει έναν τρόπο επικοινωνίας με την εικόνα νευρωτικό, επίπεδο και καταναλωτικό. Και σαν να μην έφτανε αυτό, την τηλεόραση συνοδεύει (και, όπως πολλοί ισχυρίζονται, υποχρεωτικά) η διαφήμιση, η οποία στην τηλεοπτική αισθητική πρόσθεσε τη δική της φιλοσοφία, που συνίσταται σε μονοσήμαντες και απλουστευτικές ιδέες τυλιγμένες σε εντυπωσιακές και εξίσου απλουστευτικές συσκευασίες. Ο συνδυασμός των δύο γιγάντων, τής τηλεόρασης και τής διαφήμισης, επηρέασε αρνητικά, εκτός από πολλά άλλα, και τον κινηματογράφο. Οι θεατές, οι οποίοι είναι πρωτίστως τηλεθεατές και καταναλωτές, εθίστηκαν σε αυτή την κυρίαρχη, αν όχι μοναδική, ιδεολογία και αισθητική πρόταση. Ήταν αναπόφευκτο. Ο φαύλος κύκλος έτσι έκλεισε. Ή σχεδόν. Γιατί και ένας τρίτος Ιππότης τής Αποκαλύψεως εμφανίστηκε. Πρόκειται για τα video game, των οποίων ο παγκόσμιος τζίρος υπερβαίνει αυτόν τού κινηματογράφου. Παιχνίδια που επίσης στηρίζονται στην εικόνα και που διαθέτουν μια τέτοια δημοτικότητα, ώστε να καθορίζουν από πολύ νωρίς τις αισθητικές κατευθύνσεις των μελλοντικών θεατών τού κινηματογράφου. Μικροί «ασκούνται» στα video game, μεγαλύτεροι «απολαμβάνουν» την τηλεόραση και εσαεί «βομβαρδίζονται» από τη διαφήμιση.
Ο κινηματογράφος θεώρησε ότι, για να επιβιώσει, πρέπει να υπερβεί σε εντυπωσιασμό τις επιδόσεις των ανωτέρω πανίσχυρων παραγωγών εικόνας, χωρίς βέβαια να αγνοήσει την εύπεπτη, ομοιόμορφη και απλουστευτική τροφή που έχουν επιβάλει στο κοινό. Οι ταινίες έγιναν όλο και πιο ακριβές, οι σταρ όλο και πιο διάσημοι, οι κινηματογραφικές αίθουσες όλο και πιο μεγαλειώδεις, το περιεχόμενο των ταινιών όλο και πιο κενό και οι σκηνοθέτες όλο και πιο ασήμαντοι. Η τεχνολογία χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τις ποσοτικές της, και όχι για τις ποιοτικές της δυνατότητες. Τα οπτικά εφέ έγιναν αυτοσκοπός. Και επειδή οι παραγωγοί φοβήθηκαν πως η τεχνολογικά εντυπωσιακή εικόνα δεν θα ήταν από μόνη της αρκετή, θεώρησαν απαραίτητο να μας στέλνουν και τον ήχο από όλες τις κατευθύνσεις (γιατί άραγε;) και σε εντάσεις που ξεπερνούν κάθε λογικά πιστή αναπαραγωγή. Η επιτυχία των ταινιών πλέον ζυγίζεται με το «βάρος τους» σε εκατομμύρια. Εκατομμύρια που στοίχισαν και εκατομμύρια που απέφεραν. Είναι επομένως ύποπτη κάθε ταινία που δεν διαθέτει πάρα πολλά μηδενικά και για τις δύο αυτές τιμές.
Επειδή όμως τα πράγματα δεν είναι ποτέ μόνον κακά, ο κινηματογράφος ευτύχησε στην εποχή μας να δει και μερικά καλά. Πριν από όλα η σύγχρονη τεχνολογία, η ίδια ψηφιακή τεχνολογία που επιτρέπει τις γελοίες υπερβολές, προσφέρει και τη δυνατότητα σε πραγματικούς δημιουργούς να εκφράσουν τη δική τους αισθητική πρόταση με χαμηλά έξοδα και με υψηλή ποιότητα. Το πρόβλημα πλέον έφυγε από την παραγωγή και μετατέθηκε στη διανομή. Αν λυθεί και αυτό, τότε οι νέοι δημιουργοί θα βρουν ένα τόσο προσιτό και ελεύθερο πεδίο έκφρασης, που όμοιό του δεν ξαναείδε ο κινηματογράφος.
Στα θέματα όμως τής διανομής και τής επικοινωνίας παρεμβάλλεται το αιώνιο ζήτημα τής προσφοράς και τής ζήτησης, δηλαδή το ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη ενός φιλοθεάμονος αλλά ποιοτικού κοινού. Ακόμα και αν οι καλές ταινίες συνεχίσουν να παράγονται, ακόμα και αν υπάρξουν νέες ποιοτικές αισθητικές προτάσεις, θα χρειάζεται να υπάρχει και ένα κοινό που να τις περιμένει, να τις αποζητά, να τις απολαμβάνει.
Στο σημείο αυτό μπορεί να συμβάλει το δεύτερο καλό νέο των ημερών μας. Ο κινηματογράφος ξαναμπαίνει από άλλη πόρτα. Η μεγάλη βελτίωση και διάδοση των μέσων αποθήκευσης τής κινούμενης εικόνας, κυρίως με τη μορφή των DVD, έφερε κοντά στο κοινό όλες εκείνες τις ταινίες για τις οποίες τρέχαμε στις κινηματογραφικές λέσχες. Σε συνδυασμό μάλιστα με την εξέλιξη τής τεχνολογίας των μέσων προβολής είναι πλέον αρκετά προσιτή η απόλαυση οποιασδήποτε ταινίας σε συνθήκες κανονικής προβολής. Δέκα χρόνια πριν, ο Ingmar Bergman καυχιόταν πως είχε στην προσωπική του ταινιοθήκη στο νησί του, το Φόρε, περί τις διακόσιες ταινίες και πως αυτές συνιστούσαν μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές συλλογές. Σήμερα, πάρα πολλοί ιδιώτες έχουν συλλογές με πολύ περισσότερες ταινίες. Το DVD ήρθε να βελτιώσει το video και ποιος ξέρει τι θα ακολουθήσει σε ένα κυνηγητό που θα μας θυμίζει σε λίγο τις καταιγιστικές εξελίξεις στον χώρο τού ήχου. Πράγματι, κάτι ανάλογο συνέβη πριν από αρκετά χρόνια με τη μουσική, όταν η αίθουσα συναυλιών συμπληρώθηκε και σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε από τους δίσκους υψηλής πιστότητας. Μπορεί η Άννα Μαγδαληνή, η γυναίκα τού Bach, να είχε ακούσει μονάχα μία φορά στη ζωή της τα «Κατά Ιωάννην» τού συζύγου της, και αυτό να την έκανε να σέβεται τη μουσική περισσότερο, αλλά και η ευκολία με την οποία σήμερα εμείς έχουμε πρόσβαση στη μουσική τού Bach εξισορροπεί την μερική απώλεια σεβασμού με τη δυνατότητα τής επαναλαμβανόμενης απόλαυσης. Επομένως, το σημερινό κινηματογραφικό κοινό έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να γνωρίσει εκείνες τις δύσκολες ταινίες που θα καλλιεργήσουν την κρίση του και θα διαμορφώσουν τις ποιοτικές απαιτήσεις του.
Η δυσκολία προσέγγισης των ταινιών αυτών δεν έχει να κάνει με τον δείκτη ευφυΐας των θεατών τους, αλλά με την άγνοια από μέρους τους τής κινηματογραφικής γλώσσας. Μια άγνοια που γίνεται πιο σκοτεινή, αν αναλογιστεί κανείς πως συνοδεύεται από τη γνώση μιας εσφαλμένης, ή έστω διαφορετικής, κινηματογραφικής γλώσσας: αυτήν τής διαφήμισης από τη μια μεριά και τής τηλεόρασης από την άλλη. Η άγνοια αυτή συμπληρώνεται από τη σύγχυση που καλλιεργείται, αθώα ή πονηρά, ανάμεσα στον εμπορικό και τον καλλιτεχνικό κινηματογράφο ή στον κινηματογράφο τής αναψυχής και εκείνον των δημιουργών.
Η διάκριση των κινηματογραφικών αυτών κατηγοριών είναι ζήτημα «ρυθμού» και «στόχων». Η εξοικείωση των θεατών με την τηλεοπτική εικόνα, που λέει τα πάντα απλουστευτικά και γρήγορα, και με τη διαφημιστική αισθητική συνθηματολογία, που είναι κατ’ ανάγκην μονοσήμαντη, τους εγκλωβίζει και τους αποκοιμίζει σε ένα και μόνον είδος κινηματογραφικής γλώσσας και προσέγγισης με αποτέλεσμα να δυσφορούν και να απορρίπτουν όλα τα άλλα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι μόνο κατά την παρακολούθηση μιας καλής ταινίας μπορεί να αποκοιμηθεί ένας κουρασμένος θεατής και ποτέ αν η ταινία ανήκει στον εμπορικό κινηματογράφο που στοχεύει στην πλατιά κατανάλωση. Ο λόγος είναι ότι η εμπορική ταινία γίνεται με στόχο αυτόν τον παθητικό θεατή, αυτόν που (δικαίως) έχει ανάγκη να διασκεδάσει και να ξεχαστεί. Ενώ η ταινία που συνιστά μια αισθητική πρόταση και που εντάσσεται σε ένα προσωπικό έργο, απαιτεί τη συμμετοχή, τη σκέψη και τη συγκέντρωση τού θεατή. Άρα ζητάει έναν ξεκούραστο και διαθέσιμο θεατή. Η μία κατηγορία, αυτή τού εμπορικού κινηματογράφου, υιοθετεί τους γρήγορους και νευρικούς ρυθμούς τού τηλεοπτικού zapping, για να απομακρύνει οποιαδήποτε σκέψη από τον κουρασμένο θεατή, την ώρα που η άλλη, αυτή τού δημιουργικού ή καλλιτεχνικού κινηματογράφου (οι όροι, όπως πάντα, ανεπαρκείς) χρησιμοποιεί τους οργανικούς ρυθμούς, που απαιτεί η ανάπτυξη ιδεών και αισθητικών μορφών, για να αφυπνίσει το θυμικό και νοητικό δυναμικό τού παθητικού θεατή. Το αποτέλεσμα αυτής τής αφύπνισης είναι η συναισθηματική και πνευματική φόρτιση τού θεατή, με συνέπεια την κόπωσή του. Ο παθητικός θεατής ξεκουράζεται, ενώ ο ενεργητικός εξαντλείται. Η εξάντληση όμως τού τελευταίου είναι το φυσικό επακόλουθο κάθε διαρκούς και έντονης απόλαυσης.
Η αγάπη που είχα από τα παιδικά μου χρόνια για τον καλλιτεχνικό κινηματογράφο δεν μπορούσε παρά να ενταχθεί κατά κάποιον τρόπο και στα μαθήματα καλλιτεχνικής φωτογραφίας που διδάσκω τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια. Άλλωστε δεν θα μπορούσα να εξηγήσω τη στάση μου απέναντι στη φωτογραφία και στους φωτογράφους που αγαπώ, αν δεν την υποστήριζα και με όλες τις άλλες τέχνες που με έχουν επηρεάσει. Έτσι, όταν ξεκίνησα να παραδίδω προχωρημένα σεμινάρια σε μαθητές που ήδη είχαν παρακολουθήσει τα εισαγωγικά μου μαθήματα φωτογραφίας, σκέφτηκα να αφιερώσω και ένα κομμάτι τού σεμιναριακού χρόνου στην παρουσίαση και άλλων τεχνών μέσω προβολών βίντεο. Η Pina Bausch και ο Jiri Killian, ο Tadeusz Kantor και ο Laurence Olivier, ο Bach και ο Harnoncourt, ο André Malraux και ο Francis Bacon, η Marguerite Yourcenar και ο Borges έγιναν μέρος των μαθημάτων μου. Και ανάμεσα σ’ αυτές τις εκπαιδευτικές προβολές κορυφαία θέση κατέλαβαν το «8½» τού Fellini, το «Tôkyô monogatari» τού Ozu, ο «Λόγος» τού Dreyer, οι «Αγριοφράουλες» τού Bergman.
Ο βασικότερος λόγος, για τον οποίον ένα δύσκολο έργο γίνεται (κατά τη διάρκεια ενός σεμιναρίου, ή οποιασδήποτε «συνειδητής» παρακολούθησής του) πιο προσιτό στον οποιονδήποτε θεατή, είναι ότι ο τελευταίος συμμετέχει στην προβολή συγκεντρωμένος και απερίσπαστος. Βρίσκεται εκεί με έναν και συγκεκριμένο στόχο, την πνευματική συμμετοχή και απόλαυση, και όχι με πολλούς και ανάμικτους, όπως συμβαίνει συνήθως με τη βραδινή έξοδο για διασκέδαση, ξεκούραση, παρέα κλπ. Ο συνειδητός αυτός θεατής πρέπει να κατανοήσει εξαρχής δύο πράγματα, ώστε να χαλαρώσει και να παρακολουθήσει απερίσπαστος την ταινία. Πρώτον, ότι κανένας ποτέ δεν κατάλαβε δια μιας ολόκληρα αυτά τα σύνθετα δημιουργήματα που είναι οι ταινίες των μεγάλων σκηνοθετών. Και δεύτερον, ότι την εξοικείωση με την κινηματογραφική γλώσσα ακολουθεί η εξοικείωση με την προσωπική γλώσσα τού συγκεκριμένου σκηνοθέτη. Και αυτή είναι μια βασική διαφορά τού εμπορικού κινηματογράφου από τον ονομαζόμενο «κινηματογράφο των δημιουργών». Η γλώσσα τού εμπορικού κινηματογράφου είναι σχεδόν ενιαία και κωδικοποιημένη και γι’ αυτό και εξαιρετικά προσιτή. Οι γλώσσες τού κινηματογράφου-τέχνη είναι τόσες όσες σχεδόν και οι σκηνοθέτες του. Γι’ αυτό και κάθε νέα ταινία τού ίδιου δημιουργού βοηθάει στην κατανόηση και των άλλων ταινιών του.
Η επιτυχία των μεμονωμένων προβολών στο πλαίσιο των φωτογραφικών μου μαθημάτων με οδήγησε στην καθιέρωση κινηματογραφικών σεμιναρίων-αφιερωμάτων με περιεχόμενο το έργο μόνον ενός κάθε φορά σκηνοθέτη. Είχα ήδη τη γνώμη, που αποδείχθηκε σωστή και στην εφαρμογή της, ότι όσο περισσότερες και μαζεμένες ταινίες ενός καλού σκηνοθέτη βλέπει κανείς, τόσο περισσότερο αποζητάει και απολαμβάνει την επόμενη, αφού καταλαβαίνει όλο και καλύτερα τη γλώσσα και το ύφος του. Καταπιάνομαι μόνο με τους σκηνοθέτες που αγαπάω και των οποίων το έργο γνωρίζω λίγο καλύτερα. Υπάρχουν κι άλλοι, πολλοί άλλοι, που αξίζουν. Δεν μπορώ να ασχοληθώ με όλους, ούτε μπορώ να αγαπάω όλους. Αλλά και δεν θα ’θελα να ασχοληθώ με μεμονωμένες ταινίες. Προτιμώ μια αδύναμη ταινία ενός σκηνοθέτη τού οποίου εκτιμώ όλο το έργο, παρά μια σημαντική κατασκευή ενός σκηνοθέτη που δεν έχει αφήσει πίσω του το ίχνος ενός συνολικού έργου. Και προτιμώ τους ποιητές από τους μάστορες. Πιθανόν γιατί δεν φτιάχνω ο ίδιος ταινίες και δεν είμαι σε θέση να αξιολογήσω, στο μέτρο που το αξίζουν, τη μαστοριά τους. Ο Fellini, ο Ozu, ο Dreyer, ο Tarkovsky, ο Visconti, ο Pasolini, ο Bergman, ο Antonioni, ο Buñuel, ο Tati, ο Keaton, ο Mizoguchi συγκαταλέγονται στις μεγάλες μου αγάπες, στους οποίους μπορεί να προστεθούν ο Cassavetes, ο Wenders, ο Rossellini, ο De Sica, ο Lang, ο Almodóvar, αλλά και ο Rossellini, ο Ford, ο Griffith, ο Renoir, ο Capra, ο Ray, ο Murnau, καθώς και άλλοι πολλοί. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να ιεραρχήσω τις αγάπες μου. Αν πάντως έπρεπε να δηλώσω ποιοι είναι οι σκηνοθέτες των οποίων μού αρέσει κάθε μέτρο, έστω και αποτυχημένης, ταινίας τους, θα επέλεγα τον Fellini και τον Ozu. Χωρίς όμως ειδικά επιχειρήματα. Μόνον σαν εκλεκτική συγγένεια.
Από τη φωτογραφία γνωρίζω ένα μικρό μέρος και από τον κινηματογράφο ένα ακόμα μικρότερο. Προσπαθώ και στις δύο περιπτώσεις να μεταδώσω έναν ενθουσιασμό. Να μεταφέρω σε κάποιον αυτό που με δυσκολία κατέκτησα, με την ελπίδα να τού γλιτώσω λίγο κόπο. Να τού συντομεύσω τον δρόμο. Είμαι δηλαδή ένας θεατής που έκανε έναν δρόμο και κατάλαβε λίγα πράγματα. Αυτά επιχειρώ να μεταδώσω για να συντομεύσω τον δρόμο των άλλων, των ακροατών μου (ή αναγνωστών μου), ώστε να απολαύσουν όσα απήλαυσα, αλλά και να προχωρήσουν περισσότερο, αφού, με τη βοήθειά μου, θα έχουν σπαταλήσει συγκριτικά λιγότερο χρόνο στην πορεία τους. Αν, λόγου χάριν, ύστερα από πέντε «αναγνώσεις» κάποιος θα χαιρόταν μια ταινία τού Fellini, ελπίζω να τον κάνω να τη χαρεί από τη δεύτερη. Και, το κυριότερο, να τον κάνω να νιώσει πως η διαδικασία αυτή δεν είναι μια καταναγκαστική πορεία υποχρεωτικής μόρφωσης, αλλά μια ελεύθερη επιλογή πνευματικής χαράς και απόλαυσης.
Τόσο για τη φωτογραφία, όσο και για τον κινηματογράφο, προσπάθησα να βρω θεωρητικά βιβλία που θα με ενδιέφεραν και που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους μαθητές μου. Συνήθως απογοητεύτηκα. Τα βιβλία που έβρισκα είτε χρησιμοποιούσαν εργαλεία από άλλους, μη καλλιτεχνικούς, χώρους (σημειολογία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία, ιστορία, πολιτική κλπ), είτε ήταν γραμμένα σαν πανεπιστημιακές εργασίες μεταπτυχιακών σπουδών. Και στις δύο περιπτώσεις μού φαινόντουσαν υπερβολικά εξειδικευμένα, συνήθως ανιαρά, και πάντως ακατάλληλα για τον μέσο και όχι ειδικό θεατή. Πολύ σπάνια συνάντησα κείμενα που να βοηθούν με απλό και πρακτικό τρόπο αυτόν τον θεατή να προσεγγίσει, να καταλάβει και να χαρεί το έργο ενός σκηνοθέτη. Πρέπει με χαρά να ομολογήσω πως από τα καλύτερα συγγράμματα που διάβασα σχετικά με το έργο σκηνοθετών είναι η συλλογή τού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η δουλειά που έχει κάνει το Φεστιβάλ είναι σχετικά αθόρυβη και απόλυτα σημαντική. Επίσης πολύ χρήσιμα βρήκα πάντοτε όσα οι ίδιοι οι καλλιτέχνες έχουν πει για την τέχνη τους και το έργο τους. Τουλάχιστον αυτοί συστηματικά αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν εργαλεία άλλων γνωστικών περιοχών και δεν ενδιαφέρονται να συγγράψουν διδακτορική διατριβή.
Στη διάρκεια των κινηματογραφικών μου σεμιναρίων-αφιερωμάτων συγκεντρώθηκε και συνεχίζει να συγκεντρώνεται ένας αριθμός σημειώσεων και σχολίων μου που απευθύνονται στους συμμετέχοντες. Οι σημειώσεις αυτές αποτελούν το περιεχόμενο τού παρόντος βιβλίου. Θέλω να τονίσω με έμφαση πως πρόκειται για σχόλια ενός θεατή που αγαπάει τον κινηματογράφο, και πως τα σχόλια αυτά απευθύνονται σε έναν όμοιό του, δηλαδή σε έναν άλλο θεατή που αγαπάει τον κινηματογράφο. Δεν προέρχονται από ειδικό, ούτε απευθύνονται σε ειδικούς.
Η δομή των σημειώσεων παίρνει πριν από όλα σαν βάση τον σκηνοθέτη. Όπως στη φωτογραφία θεωρώ τον φωτογράφο-δημιουργό σαν κεντρικό άξονα κάθε συζήτησης γύρω από τη φωτογραφία, έτσι και στον κινηματογράφο όλα γυρίζουν γύρω από τον σκηνοθέτη-δημιουργό. Αποφεύγω τις γενικεύσεις, τις εντάξεις και τις κατηγοριοποιήσεις, αν και είναι τόσο βολικές για τους θεωρητικούς και τους δασκάλους. Οι σημαντικοί καλλιτέχνες δεν μπορούν, ούτε χρειάζεται, να ενταχθούν σε τάσεις, σε σχολές και σε κατηγορίες. Κι από την άλλη μεριά, η κάθε τέχνη υπάρχει χάρη σ’ αυτούς και όχι χάρη σε όσους γράφουν γι’ αυτήν ή γι’ αυτούς.
Η παρουσίαση των σκηνοθετών ξεκινάει με ένα σχετικά σύντομο βιογραφικό τους σημείωμα που εκθέτει και τα κεντρικά στοιχεία τού έργου τους. Από αυτό επιλέγω να παρουσιάσω εκείνες τις ταινίες που αποτελούν μέρος τής προσωπικής μου ταινιοθήκης. Απλούστατα γιατί σε αυτές έχω συνεχή πρόσβαση και τις γνωρίζω καλύτερα. Δεν μου αρκεί να έχω δει μια ταινία κάπου κάποτε μία φορά. Οι τίτλοι των ταινιών παρατίθενται αρχικά με λατινικούς χαρακτήρες στην πρωτότυπη εκδοχή τους και εν συνεχεία μεταφρασμένοι στα ελληνικά χωρίς όμως να λαμβάνεται υπ’ όψιν ο τίτλος με τον οποίο προβλήθηκε η ταινία στην Ελλάδα. Για την κάθε ταινία δίνω τα στοιχεία των βασικών συντελεστών της, κάτι βέβαια που στην εποχή τού διαδικτύου είναι προσιτό σε όλους, και συνεχίζω με μια σύντομη περιγραφή τής υπόθεσής της μέχρι και το τέλος της. Χωρίς δηλαδή αυτή να συνεχίζει «επί τής οθόνης». Ξέρω ότι έτσι αφαιρείται ένα στοιχείο έκπληξης. Αλλά είναι μάλλον σίγουρο ότι η αγωνία τής πλοκής σπανίως είναι το σημαντικότερο στοιχείο μιας καλλιτεχνικής ταινίας, ενώ είναι πάντοτε αυτό που, λόγω συνήθειας, μονοπωλεί το ενδιαφέρον τού αθώου θεατή, εμποδίζοντάς τον να αναζητήσει άλλες βαθύτερες απολαύσεις φόρμας και περιεχομένου. Έτσι, αυτό που χάνει γνωρίζοντας την υπόθεση είναι πολύ μικρότερο από αυτό που κερδίζει. Τέλος, με τη μορφή σώρευσης επιμέρους παρατηρήσεων δίνω σποραδικές σκέψεις και επισημάνσεις, που αφορούν το περιεχόμενο ή τη μορφή τής ταινίας. Η αποσπασματική μορφή των παρατηρήσεων επελέγη για δύο λόγους. Πρώτον για να διευκολύνω τον αναγνώστη απομακρύνοντάς του την απειλή ενός διδακτικού ή υπερβολικά θεωρητικού κειμένου και δεύτερον για να διευκολύνω την προσθήκη νέων παρατηρήσεων στο μέλλον, αφού ούτε θεωρώ ότι εξάντλησα τις ταινίες, ούτε θέλω να στερηθώ τη χαρά να επανέρχομαι σε αυτές.
Ελπίζω το βιβλίο αυτό να αποτελέσει ένα εύκολο βοήθημα για όσους θέλουν να παρακολουθήσουν μία ή περισσότερες ταινίες κάποιου από τους σκηνοθέτες που περιλαμβάνονται (και όλες διατίθενται στην αγορά) και να συμβάλει στη βαθύτερη και πληρέστερη απόλαυσή τους.
Το ύστατο καλό νέο είναι ότι κάθε φορά που οπουδήποτε γίνεται ένα αφιέρωμα στη δουλειά ενός σημαντικού σκηνοθέτη, η πλειοψηφία τού κοινού είναι νέα παιδιά. Ίσως αυτοί βαρέθηκαν ήδη την τηλεοπτική αισθητική και μπορούν να συμβάλουν, ώστε και η τηλεόραση να βρει τον δρόμο για την εκπλήρωση των μεγάλων ποιοτικών δυνατοτήτων της. Ίσως η περίοδος τής κυρίαρχης κακής εικόνας να αποτελεί μια παιδική ασθένεια τής εποχής της. Μακάρι αυτό το βιβλίο μου και όσα άλλα έχω γράψει με λίγες γνώσεις και με πολύ ενθουσιασμό να βοηθήσουν στη σταδιακή μεταστροφή.
Πλάτων Ριβέλλης
Πρόλογος δεύτερης έκδοσης
Στον πρόλογο τής πρώτης έκδοσης αυτού τού βιβλίου αναφέρθηκα στην μεγάλη τύχη που έχουμε όλοι εμείς που αγαπάμε τον κινηματογράφο, να μπορούμε πλέον να βρίσκουμε σε DVD ή στο διαδίκτυο τις ταινίες των σκηνοθετών που θαυμάζουμε. Στα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση οι κυκλοφορίες των DVD πολλαπλασιάστηκαν, ενώ και οι συνθήκες προβολής βελτιώθηκαν με νέα και ακόμα πιο προσιτά μηχανήματα.
Ένα δεύτερο κινηματογραφικό βιβλίο μου («Χωρίς διάλειμμα», Εκδόσεις Φωτοχώρος, 2006) ακολούθησε το πρώτο. Περιλάμβανε άλλους σκηνοθέτες, δεκατρείς αυτή τη φορά, και το έργο τους. Η λογική ήταν πάντα η ίδια, δηλαδή ότι αφού θεωρώ σωστό να εξετάζει κανείς (όχι απλώς να βλέπει) όσο περισσότερες ταινίες τού ίδιου σκηνοθέτη μπορεί, θα έπρεπε να δώσω στον αναγνώστη και φίλο τού κινηματογράφου μερικά, όσο γίνεται απλούστερα, κλειδιά για την ευκολότερη και καλύτερη προσέγγιση τού έργου κάθε σκηνοθέτη. Προϋπόθεση βέβαια ήταν να γνωρίζω και να αγαπώ το έργο τού σκηνοθέτη και να έχω δει με μεγάλη προσοχή τις ταινίες του.
Όπως όμως εξηγούσα και στον πρόλογο τής πρώτης έκδοσης, δεν ήθελα να ανασύρω από τη μνήμη μου προβολές ταινιών που είχα δει μία μόνο φορά και συνήθως αρκετά χρόνια πριν, και βέβαια δεν ήθελα να στηριχτώ σε λόγια και απόψεις τρίτων για τα έργα αυτά. Είναι πράγματι παράξενο αλλά για πολλές ταινίες που αγαπώ έχω διαβάσει τις πιο απίθανες διαστρεβλωτικές αναλύσεις από ανθρώπους τυπικά αρμόδιους. Και πρέπει επίσης να ζητήσω συγγνώμη από τους αναγνώστες μου γιατί μερικές φορές (πολύ λίγες ευτυχώς) όταν στηρίχτηκα σε τέτοιες γνώμες τρίτων, απλώς για να αναφέρω συνοπτικά το θέμα, την κεντρική ιδέα και τη σημασία τής ταινίας που δεν γνώριζα ο ίδιος, μετέφερα εντελώς εσφαλμένες περιγραφές, όπως μου αποκάλυψε αργότερα η προσεχτική μελέτη τής ταινίας.
Στα πέντε τελευταία χρόνια είχα την τύχη να προσθέσω στη συλλογή μου άλλες περίπου εκατό ταινίες των δώδεκα μεγάλων σκηνοθετών που απασχολούν αυτό το βιβλίο, με αποτέλεσμα να είμαι σε θέση να τις παραθέσω σχολιασμένες στη δεύτερη αυτή έκδοση. Ελπίζω και οι ελάχιστες που δεν έχω ακόμα βρει να συμπληρώσουν μία τρίτη έκδοση τού βιβλίου. Αλλά στο μεταξύ πρέπει να συμπληρώσω μερικές ταινίες που απουσιάζουν από το δεύτερο βιβλίο και να αρχίσω να γράφω και ένα τρίτο με άλλους μεγάλους σκηνοθέτες που με έχουν μαγέψει, όπως ο Jean Renoir, ο Roberto Rossellini, ο John Ford, ο Pupi Avati, ο Gianni Amelio, ο Akira Kurosawa, ο Victor Sjöstrom και άλλοι.
Οι σκηνοθέτες με προσωπικό έργο δεν είναι πολλοί στην ιστορία τού κινηματογράφου. Είναι σίγουρο ότι δεν τους περιλαμβάνω όλους στα βιβλία, είτε γιατί δεν έχω τον καιρό να τους γνωρίσω όλους, είτε γιατί τυχαίνει να θεωρώ αρκετά ονόματα που ακούγονται εδώ και χρόνια και με θαυμαστή επιμονή, αρκετά υπερτιμημένα. Συνήθως μάλιστα αυτά τα ονόματα ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Είτε σε μεγάλα ονόματα τού box office, ονόματα δηλαδή τού κινηματογράφου τής αναψυχής (entertainment) που έχουν μεγάλη εμπορική επιτυχία, για τα οποία υπάρχει η εύλογη ανάγκη τού συστήματος να περιβληθούν και μια ποιοτική αίγλη, είτε σε ονόματα που οι θεωρητικοί και οι κριτικοί τού κινηματογράφου αναμασούν με θαυμαστή εμμονή, χωρίς κανένας τους να πάρει το θάρρος κάποια στιγμή να ομολογήσει ότι ενδεχομένως ο βασιλιάς να μην είναι και τόσο ντυμένος που φαίνεται.
Υπάρχουν επίσης πολλά υποσχόμενοι νέοι, ή και παλαιότεροι, σκηνοθέτες, οι οποίοι αν και έκαναν μία ή δύο καλές ταινίες, είτε δεν συνέχισαν, είτε οι υπόλοιπες ήταν κατά πολύ υποδεέστερες από εκείνες που μας κίνησαν το ενδιαφέρον. Είναι μέσα στις σκέψεις μου πάντως να αναφερθώ κάποτε, ειδικά αν στερέψουν οι πραγματικά σημαντικοί σκηνοθέτες, και σε μερικές πολύ αξιόλογες μεμονωμένες ταινίες.
Έχω αναρωτηθεί μερικές φορές γιατί ασχολούμαι να γράφω βιβλία για τον κινηματογράφο, αφού η γνωστή ειδικότητά μου είναι η φωτογραφία και η μεγαλύτερη συγγραφική παραγωγή μου κινείται γύρω από αυτή. Πριν από όλα θα ήθελα να διευκρινίσω ότι τελικά δεν γράφω βιβλία για τον κινηματογράφο, αλλά για μερικούς σκηνοθέτες που μου έχουν κάνει το μεγάλο δώρο να περνάω τις καλύτερες ώρες τής ζωής μου παρέα με τα έργα τους. Και μάλιστα να μπορώ να απολαμβάνω και πάλι και πάλι τις ίδιες ταινίες τους με ανανεωμένη αθωότητα, με φρεσκάδα και, όλο και περισσότερο, με μια κρυφή συνενοχή. Σαν να γνωρίζομαι μαζί τους, να μαντεύω τις αδυναμίες τους και να περιμένω τις επιτυχίες τους. Ίσως επίσης να παίζει ρόλο ότι σαν δάσκαλος που είμαι έχω πάντα τον πειρασμό να θέλω να παρασύρω στην απόλαυση μαζί μου εκείνους που για πολλούς και συχνά παράξενους λόγους δεν βλέπουν αυτό που εγώ τόσο ξεκάθαρα βλέπω. Ίσως πάλι να μην υπάρχει τίποτα σκοτεινό, παρά μόνο το γεγονός ότι χαίρομαι πολύ λιγότερο τα σπουδαία πράγματα, όπως είναι οι σπουδαίες αυτές ταινίες, όταν δεν τα μοιράζομαι με άλλους. Και τελικά επειδή δεν είναι εύκολο να βλέπεις κινηματογράφο με μεγάλη παρέα, η συγγραφή αυτών των βιβλίων μού εξασφαλίζει μια πολύ μεγαλύτερη παρέα ακόμα και από αυτήν που θα μπορούσα ποτέ να ονειρευτώ.
Πλάτων Ριβέλλης