Πρόλογος
Ξεκίνησα να γράφω για τη φωτογραφία από ανάγκη να δώσω εκπαιδευτικό υλικό στους μαθητές μου. Όπως ήταν φυσικό το πρώτο μου βιβλίο αφορούσε την τεχνική («Φωτογραφία», πρώτη έκδοση 1986). Στο τεχνικό αυτό εγχειρίδιο υπήρχαν δύο καινοτομίες σε σχέση με τα συνηθισμένα συγγράμματα τού είδους. Δεν υπήρχαν πολλές επεξηγηματικές φωτογραφίες και σχέδια, κάτι που οφειλόταν πρωτίστως στην πίστη μου ότι ο λόγος παραμένει το κυριότερο μέσο για την οποιαδήποτε μάθηση και κατά δεύτερο λόγο στο γεγονός ότι ενώ δεν ήθελα να υποκλέψω σκίτσα από άλλα συγγράμματα δεν είχα και την υπομονή να φτιάξω δικές μου εικόνες σαν εποπτικά βοηθήματα. Υπήρχαν όμως πολλές φωτογραφίες διάσημων καλλιτεχνών φωτογράφων, που λογικά δεν θα έπρεπε να έχουν θέση σε ένα τεχνικό σύγγραμμα. Εν τούτοις η επιθυμία μου ήταν να «υποχρεώσω» τους πολυάριθμους αναγνώστες ενός τεχνικού συγγράμματος να έρθουν σε επαφή με το είδος αυτής της φωτογραφίας, που οι περισσότεροι αγνοούσαν. Σ’αυτή τη σκέψη οφείλεται και η πρωτοφανής για εξώφυλλο τεχνικού βιβλίου φωτογραφία τής Julia Margaret Cameron που εξέπληξε (αν δεν τρόμαξε) πολλούς βιβλιοπώλες.
Αυτή η διδακτική νοοτροπία (ή δασκαλίστικη για να αποδώσω και την αντιπαθητική της πλευρά) πρυτάνευσε και πρυτανεύει άθελά μου σε όλα μου τα κείμενα και όχι βέβαια στο εξ ορισμού διδακτικό τεχνικό εγχειρίδιο. Γράφω για τη φωτογραφία έχοντας πάντοτε νοερά κάποιον απέναντί μου, στον οποίον θέλω κάτι να εξηγήσω ή τον οποίο θέλω για κάτι να πείσω. Αυτή η στάση μπορεί να προσφέρει κάτι θετικό στον αναγνώστη, συχνά όμως μπορεί να προκαλέσει την ανία ή και την αγανάκτησή του. Φοβούμαι όμως πως δύσκολα μπορώ να ξεφύγω, μια και η διδακτική μου ιδιότητα με έχει περισσότερο σφραγίσει από όλες τις τυχόν άλλες. Ελπίζω μόνον οι θετικές πλευρές του δασκαλίστικου ύφους να γίνουν περισσότερες.
Μια παραγγελία τής Γενικής Γραμματείας Λαϊκής Επιμόρφωσης οδήγησε στο δεύτερο βιβλίο μου (“Μονόλογος για τη Φωτογραφία”, πρώτη έκδοση 1987). Εδώ, μολονότι η ίδια η παραγγελία μού έδινε το δικαίωμα να είμαι διδακτικός, επειδή ίσως ήταν η πρώτη φορά που μου δινόταν η ευκαιρία να μιλήσω σε όλους γι αυτό που αγαπούσα, άφησα τον εαυτό μου να φλυαρήσει και κατέληξα σε ένα ελεύθερο κείμενο, που συγκέντρωνε (και πάλι όμως κυρίως για χρήση των μαθητών μου) όλες μου τις απόψεις για τη φωτογραφία, απόψεις που συγκροτούσαν κατά βάσιν και το μάθημά μου.
Αρκετά χρόνια μετά αποφάσισα να συγκεντρώσω σε ένα νέο βιβλίο (“Σκέψεις για τη Φωτογραφία – Μια προσωπική ανάγνωση της ιστορίας της”, πρώτη έκδοση 1992) τις απόψεις μου σχετικά με τους πολλούς καλούς, κακούς και μέτριους φωτογράφους, που μέσα από την ιστορία της φωτογραφίας τροφοδοτούσαν το μάθημά μου. Εν τούτοις, στην προσπάθειά μου να περάσω το μήνυμα ότι όση γκρίνια κι αν υπάρχει οι καλές φωτογραφίες πάντοτε έχουνε το πάνω χέρι, συμπλήρωσα το βιβλίο αυτό με έναν μεγάλο αριθμό φωτογραφιών, των οποίων την ποιότητα υποστήριζα με ένα μικρό συνοδευτικό κείμενο σκέψεων (όχι αναλύσεων). Ήταν άλλωστε μια καινούργια ανακάλυψη και για μένα, ότι μπορεί δηλαδή να μην είμαστε σε θέση να αγγίξουμε τον πυρήνα μιας φωτογραφίας, μπορούμε όμως να κινηθούμε ποιητικά γύρω από αυτόν.
Ακόμα όμως και τα λευκώματα με φωτογραφίες μου και πάλι τους μαθητές μου είχαν κυρίως σαν αποδέκτες. Φωτογραφίζω γιατί αυτό μου δίνει χαρά, φωτογραφίζω όμως και γιατί αλλιώς δεν θα είχα με τι να τροφοδοτήσω τη σκέψη μου στα μαθήματα. Το αποτέλεσμα αυτής τής διαδικασίας οφείλω να το εκθέσω (και να εκτεθώ) ακριβώς όπως ζητώ από τους μαθητές μου να κάνουν οι ίδιοι.
Είναι επομένως φανερό ότι η ιδιότητα τού δασκάλου έχει καθορίσει σε μέγιστο βαθμό τη συγγραφική μου δραστηριότητα. Γι αυτό και με κάθε ευκαιρία σπεύδω να συντάξω και μικρότερα κείμενα, που επιχειρούν να διαλευκάνουν ένα πρόβλημα, να προτείνουν μερικές λύσεις ή να ξεκαθαρίσουν ορισμένες θέσεις. Στα εκάστοτε έντυπα που εξέδιδε το σωματείο μας, ο “Φωτογραφικός Κύκλος”, κάτω από την εκδοτική κάλυψη τού “Φωτοχώρου”, υπήρχε και υπάρχει ένα άρθρο που θίγει (σπανίως) νέα και (συνήθως) γνωστά θέματα, μια και κάθε νέα προσέγγιση έχει την πιθανότητα να αποσαφηνίσει κάτι ακόμα. Κατά καιρούς όμως κείμενά μου σχετικά με τη φωτογραφία και την τέχνη γενικότερα έχουν φιλοξενηθεί και σε άλλα έντυπα και κυρίως στην εφημερίδα “Τα Νέα”, τής οποίας είμαι τακτικός συνεργάτης. Ένα παλαιό επίσης κείμενο με τίτλο “Για τη διδασκαλία τής Φωτογραφίας” είχε γραφτεί, όπως και ο “Μονόλογος”, ύστερα από παραγγελία της Γενικής Γραμματείας Λαϊκής Επιμόρφωσης, για να χρησιμεύσει σαν οδηγός των επιμορφωτών φωτογραφίας. Τέλος για τις ανάγκες τής τηλεοπτικής σειράς “Η Τέχνη τής Φωτογραφίας”, που έγινε για την ΕΤ2 (και πάλι με βαθύτερη διδακτική πρόθεση), συνέταξα μικρά επεξηγηματικά κείμενα για τη δουλειά μερικών φωτογράφων, των οποίων το έργο παρουσιαζόταν στις 13 αυτές ημίωρες εκπομπές.
Όλα αυτά τα σκόρπια κείμενα θεώρησα χρήσιμο να συγκεντρώσω στο βιβλίο αυτό, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να μπορεί να ανατρέχει σ’ αυτά, χωρίς να χρειάζεται να αναζητά κάθε φορά το αντίστοιχο φύλλο ή τεύχος. Είναι φυσικό μερικά από αυτά να αλληλοκαλύπτονται προσεγγίζοντας το ίδιο ή παρόμοιο θέμα. Προτίμησα εντούτοις να τα παραθέσω ατόφια, χωρίς περικοπές, όπως είχαν πρωτοδημοσιευθεί στα διάφορα έντυπα. Αν μάλιστα υπάρξουν και μελλοντικές εκδόσεις τού ίδιου βιβλίου, η κάθε νέα έκδοση θα περιλαμβάνει και όσα τυχόν νέα κείμενα θα έχουν στο μεταξύ κυκλοφορήσει.
Πλάτων Ριβέλλης