Η μόρφωση, η εκπαίδευση και η φωτογραφία
Από τον Πλάτωνα Ριβέλλη
Η Μόρφωση,
ή η σχεδόν ταυτόσημη έννοια τής καλλιέργειας, είναι η διαδικασία μιας πνευματικής αναζήτησης και η ανάγκη μιας διανοητικής περιπέτειας. Και είναι πάντοτε προσωπική.
Η μόρφωση γεννάει συχνά (ειδικά στους νέους) ένα αίσθημα άγχους, πιθανώς εξαιτίας τής σημασίας που υποκριτικά η κοινωνία τής αποδίδει και τού πλήθους των γνώσεων που νομίζεται πως πρέπει να τη συνοδεύουν. Αυτή η αντίληψη μετατοπίζει το βάρος τής μόρφωσης στη συλλογή γνώσεων και μεταμορφώνει τον φορέα της σε δοχείο μνήμης, γεγονότων, αναφορών και πληροφοριών.
Αν, όμως,
αποπειραθούμε να βασιστούμε σε αρχές διαφορετικές, από αυτές που συνήθως προβάλλονται από τους "φανατικούς" τής μόρφωσης, όπως λόγου χάριν:
Ότι οι γνώσεις είναι ατελεύτητες και απειράριθμες, έτσι ώστε και ο πιο μορφωμένος άνθρωπος να κατακτάει ένα πολύ μικρό ποσοστό τους.
Ότι όλοι έχουν δικαίωμα να δοκιμάσουν την τύχη τους σε πολλούς και διαφορετικούς γνωστικούς χώρους, χωρίς την απειλή τού "ερασιτεχνισμού", τής "αντι-επιστημονικότητας" και τής "μη-εξειδίκευσης".
Ότι στον κόσμο τής γνώσης και τής μόρφωσης μπαίνεις από μια πόρτα (ίσως για τον καθένα διαφορετική), που σε οδηγεί σιγά-σιγά σε άλλες μισάνοιχτες, που μέχρι τότε ούτε τις υποπτευόσουν.
Ότι ο στόχος τής μόρφωσης δεν μπορεί να είναι άλλος από την απόλαυση. Απόλαυση να αντιλαμβάνεσαι, να εννοείς, να αναρωτιέσαι, να ψάχνεις, να θαυμάζεις και εν τέλει να δημιουργείς.
Ότι η μόρφωση δεν ανέχεται ανειλικρινείς προθέσεις από άτομα που θέλουν να την χρησιμοποιήσουν για άλλους, έξω από αυτήν, σκοπούς.
Ότι η μόρφωση γεννιέται μέσα στην επιθυμία, που φέρνει η έλλειψή της και πεθαίνει μέσα στην καταπίεση, που συνεπάγεται η επιβολή της.
Ότι η μόρφωση ανθίζει με την αλληλοκάλυψη και όσμωση τών γνωστικών χώρων, σε συνδυασμό με τις εμπειρίες ζωής, και πάντως με όρια ανοικτά και ελεύθερα στο άγνωστο. Και, αντίθετα, ασφυκτιά, όταν τής ορισθούν αυστηρές περιοχές γνώσης και τής αφαιρεθεί το οξυγόνο τής ζωής.
Ότι στη διαδικασία τής μόρφωσης οι δάσκαλοι μάς είναι απαραίτητοι, γιατί εξασφαλίζουν την έννοια τής συνέχειας και μάς προτείνουν μεθόδους αναζήτησης. Μόνο που η σημασία τους απαιτεί την ελεύθερη από μάς επιλογή τους, ώστε η διαδικασία τής αναζήτησης να μη σκιάζεται από χρονοβόρες και περιττές αμφισβητήσεις.
Τότε,
ίσως ευτυχήσουμε να καταλάβουμε, ότι το πιο σημαντικό είναι να βρούμε την άκρη τού νήματος, που θα μάς οδηγήσει στον δρόμο αυτής τής περιέργειας και τής απόλαυσης. Και από κει και πέρα να αρχίσουμε το κτίσιμο τής δικής μας προσωπικής μορφωτικής διαδρομής. Όπου το επόμενο βήμα αποτελεί επιλογή τής προηγούμενης επιλογής, ώστε το σύνολο αυτών των επιλογών να πάψει από ένα σημείο και ύστερα να αποτελεί σύνολο γνώσεων και να γίνεται δικό μας εύρημα δική μας ανακάλυψη.
Η Εκπαίδευση,
όπως αυτή μεταφέρεται μέσω των τριών καθιερωμένων βαθμίδων της, μικρή σχέση έχει με την μόρφωση, κάτω από μια τέτοια θεώρηση. Κι αν η μνήμη μας μπορεί να επικαλεσθεί μερικές φωτεινές εξαιρέσεις, αυτές οφείλονται πάντοτε στην παρουσία λίγων δασκάλων, που μάς κίνησαν τον θαυμασμό και την περιέργεια για κάτι, ανοίγοντάς μας έτσι την πόρτα τής πνευματικής απόλαυσης και τής κριτικής σκέψης. Η επίσημη παιδεία (κρατική ή οικογενειακή, σχολική ή παρασχολική) έχει πλέον ως μοναδικό στόχο την επαγγελματική αποκατάσταση. Την (εξασφαλισμένη) καριέρα. Με συνέπεια την απόλυτη εξειδίκευση, τη συλλογή γνώσεων σε περιορισμένες περιοχές, την απομάκρυνση από το όλον προς όφελος τού μέρους και, το χειρότερο, την τοποθέτηση τής μόρφωσης εξ απαλών ονύχων σε ανταγωνιστική βάση.
Οι νέοι, που είναι οι τελευταίοι υπεύθυνοι γι αυτήν την εδραιωμένη αντίληψη, ανάγουν το άγχος τής επαγγελματικής αποκατάστασης σε συνδυασμό με τον αναμφισβήτητα υπαρκτό κίνδυνο ανεργίας, σε απόλυτο ρυθμιστή τής συμπεριφοράς τους, σε ό,τι έχει σχέση με την γνώση, την παιδεία, τη μόρφωση. Οι γονείς, που, συνήθως, ιδιοποιούμενοι τα προβλήματα των παιδιών τους τα οξύνουν, συμβάλλουν στο αίσθημα πανικού, που το άγνωστο μέλλον έτσι κι αλλιώς γεννάει.
Αν, όμως,
αποπειραθούμε και πάλι να βασιστούμε σε σκέψεις, που βρίσκονται πέρα από τον συνηθισμένο τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων, όπως λόγου χάριν:
Ότι είναι λάθος η ταύτιση μόρφωσης και επαγγέλματος.
Ότι η πραγματική θωράκιση απέναντι στη ζωή, αυτή που σε βοηθάει να χειριστείς τις αντιξοότητες αποτελεσματικότερα, είναι η μόρφωση στην ευρύτερή της έννοια και μάλιστα με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες, τις ικανότητες και τις προτιμήσεις κάθε ατόμου.
Ότι κανένα πτυχίο ή εξειδικευμένη επαγγελματική γνώση δεν εξασφαλίζει θέση εργασίας σε μια κοινωνία που ανά πενταετία αλλάζει οικονομικούς προσανατολισμούς.
Ότι η ανεργία, όπως έχει αποδείξει το παράδειγμα των προηγμένων χωρών, χτυπάει, πολύ πιο συχνά και σκληρά, άτομα μέσης ηλικίας, που, παρόλο που διαθέτουν επαγγελματική κατάρτιση και πείρα, δεν μπορούν να προσελκύσουν πλέον επενδύσεις πάνω στο βραχύ επαγγελματικό τους μέλλον.
Ότι κανένας δεν μπορεί να είναι πλέον δεμένος δια βίου με ένα μοναδικό επάγγελμα και μάλιστα στον ίδιο τόπο, αλλά πρέπει να βλέπει τον βιοπορισμό σαν σειρά ποικίλων επιλογών (αντικειμένων και τόπων) μέσα στη διάρκεια τής ζωής και μέσα στα όρια τής γης. Επιλογές που διευκολύνονται από το αίσθημα ελευθερίας που πρέπει να χαρακτηρίζει τον καθένα μας και που μόνον μέσα από μια πλατειά μόρφωση μπορεί να προκύψει.
Ότι η επιλογή μιας επαγγελματικής απασχόλησης είναι προτιμότερο να γίνεται με γνώμονα την προσωπική επιθυμία, παρά την κατοχύρωση και εξασφάλισή της, που έτσι κι αλλιώς θα είναι πάντοτε αμφίβολες.
Ότι η απουσία ουμανιστικής παιδείας και γενικών γνώσεων αφαιρεί από τον επαγγελματία περισσότερα από όσα τού προσφέρει η εξειδίκευσή του.
Ότι ακόμα και μια καθαρά τεχνική παιδεία πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια γενική παιδεία που μορφώνει πνευματικά, και όχι σαν άδεια ασκήσεως συγκεκριμένου επιτηδεύματος.
Ότι η συλλογή πτυχίων και μεταπτυχιακών τίτλων δεν έχει τέλος, αφού οδηγεί σε περαιτέρω εξειδικεύσεις, στενεύοντας τον ορίζοντά μας, ενώ από την άλλη δεν μάς κατοχυρώνει, αφού κάθε χρόνο αυξάνουν οι τυπικές απαιτήσεις και όλο και περισσότεροι εξασφαλίζουν ένα πτυχίο που λίγο πριν ήταν σπάνιο.
Τότε,
ίσως να ευτυχούσαμε να αντιληφθούμε ότι η εκπαίδευση αποτελεί την πρώτη βαθμίδα για την είσοδό μας στην περιπέτεια τής μόρφωσης. Ότι μάς διδάσκει πειθαρχία, μέθοδο και τρόπους προσέγγισης τού γνωστικού χώρου εν γένει. Ότι μας ανοίγει τις πόρτες πολλών επαγγελματικών χώρων, γιατί μάς δίνει βάσεις να στηρίξουμε τις σταδιακές μας εξειδικεύσεις. Ότι πρέπει να δεχτούμε την παιδεία σαν κάτι που διαρκεί λίγο, ώστε να μας επιτραπεί η γεύση των εμπειριών και απολαύσεων τής ζωής νωρίτερα, ή σαν κάτι που διαρκεί δια βίου, ώστε να την μετατρέψουμε σε εργαλείο διαρκούς αναζήτησης, από εγχειρίδιο επαγγελματικής χρήσεως που θεωρείται σήμερα.
Αυτό το τελευταίο φαίνεται να γίνεται ευρύτερα δεκτό από άτομα λίγο μεγαλύτερης ηλικίας, που θέλουν να ξαναγευτούν την χαρά τής εκπαίδευσης συμμετέχοντας σε σχολές και σεμινάρια. Με επιλογές όμως πιο προσωπικές και λιγότερο βεβιασμένες από αυτές που πρυτανεύσανε στην νεανική τους εκπαιδευτική περίοδο. Γιατί τώρα πια γνωρίζουν οτι γεμίζεις τα κενά, όταν αντιληφθείς ότι υπάρχουν, και μόνον όταν το θέλεις.
Γι αυτούς η εκπαίδευση μπορεί να οδηγήσει σε επαγγελματική ενασχόληση. Όχι όμως κατ' ανάγκην. Ενώ σχεδόν αναπόδραστα θα αποτελέσει την αρχή μιας νέας προσωπικής κατεύθυνσης. Βρίσκονται δηλαδή, πιο κοντά στο πραγματικό περιεχόμενο τής μόρφωσης. Είναι γι' αυτό πιθανόν ότι, όσο επαγγελματικοποιείται και εξειδικεύεται η σχολική και μετασχολική παιδεία, τόσο θα αυξάνει το ποσοστό των αεί παιδευομένων, των ώριμων μαθητών.
Η Φωτογραφία,
ίσως περισσότερο από τις άλλες τέχνες λόγω μικρότερης ιστορίας, ζει τη σύγχυση ανάμεσα στον απλό τεχνίτη και στον δημιουργό καλλιτέχνη. Η σύγχυση αυτή είναι για όλες τις τέχνες εντονότερη στην εποχή μας, μιας και για λόγους κυρίως οικονομικούς, η καθημερινότητα, το εμπορικό προϊόν και το πνευματικό υποπροϊόν διεκδικούν, για να υπάρξουν και να πουληθούν, το χρίσμα τής τέχνης.
Η σύγχυση αυτή επεκτείνεται και στον χώρο τής φωτογραφικής παιδείας, όπου η διδασκαλία τής φωτογραφικής τεχνικής πρέπει να υπηρετεί ταυτόχρονα την εφαρμοσμένη / επαγγελματική / εμπορική φωτογραφία και το μη χρηστικό αποτέλεσμα τής καλλιτεχνικής φωτογραφικής δημιουργίας.
Η εκπαίδευση, άλλωστε, αισθάνεται πιο σίγουρη, όταν διδάσκει τεχνική, κάτι δηλαδή χειροπιαστό, και μάλιστα με χρηστικό στόχο τη χρησιμοποίησή της στην άσκηση ενός επαγγέλματος. Έτσι, όλοι (γονείς, μαθητές, διδάσκοντες, κοινωνία) αισθάνονται οτι τίποτα δεν πάει χαμένο και, κυρίως ο χρόνος και το χρήμα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στον ιδιωτικό τομέα, εκεί δηλαδή όπου η προσφορά προσαρμόζεται αμεσότερα στη ζήτηση ,δεν ανθούν οι καλλιτεχνικές σχολές, αφού δεν μπορούν να υποσχεθούν επαγγελματικούς παραδείσους. Οι σχολές καλών τεχνών (αλλά και οι φιλοσοφικές σχολές) αποτελούν προνόμιο τού κράτους. Η
Τρεις κατευθύνσεις
πήρε η φωτογραφική παιδεία από τα πρώτα της αποφασιστικά βήματα, δηλαδή από την δεκαετία τού '60 στην Αμερική, όταν. άρχιζαν να εμφανίζονται σαν μανιτάρια οι σχολές και τα τμήματα φωτογραφίας. Η πρώτη και πιο προφανής, ήταν η τεχνική παραγωγή της. Η δεύτερη, το περιεχόμενο των πληροφοριών της ως μέσου επικοινωνίας. Η τρίτη, η καλλιτεχνική της δυνατότητα. Τις τρεις αυτές κατευθύνσεις υπηρέτησαν συνήθως διαφορετικές κατηγορίες προσώπων που τούς συνέδεε όμως τις περισσότερες φορές ένα κοινό άγχος και μια κοινή επιθυμία. Να δώσουν στη φωτογραφία τίτλους ευγενείας, καθώς και βάρος και σημασία, ώστε ισάξια να ανταγωνιστεί χώρους με μεγαλύτερη παράδοση, εδραιωμένους από αιώνες στη συνείδηση τού κοινού και με σημαντική και αναμφισβήτητη θέση στον γνωστικό και πνευματικό ορίζοντα.
Η πρόθεση ήταν ευγενής, αν και έκρυβε έναν συμπλεγματικό επαρχιωτισμό. Παρέβλεψε όμως ότι το κύριο χαρακτηριστικό τής φωτογραφίας, που τής προσδίδει την επαναστατική της ιδιαιτερότητα, είναι ακριβώς αυτή η τεχνική της ευκολία και η φτωχή της παρουσία. Η παραγωγή μιας φωτογραφίας βρίσκεται στα όρια των δυνατοτήτων κάθε ανθρώπου στοιχειώδους ευφυίας και παράγει αποτελέσματα ικανά να γίνουν αντιληπτά (με διαφορετικό έστω επίπεδο αποδοχής) από τον ίδιο αυτόν άνθρωπο. Η φωτογραφία όμως δεν προξενεί συνήθως θαυμασμό ως τεχνικό επίτευγμα, αφού όλοι είναι εξοικειωμένοι με τον τρόπο παραγωγής της, αλλά μάλλον ως πνευματικό έργο. Μόνο που, για να υπάρξει πνευματικότητα στην παραγωγή ή στη πρόσληψη τού έργου αυτού, απαιτείται κυρίως (όπως και σε κάθε άλλη δραστηριότητα) ένα πνευματικό άτομο. Κάτι που δυστυχώς πολλοί δάσκαλοι και των τριών παραπάνω κατηγοριών προτιμούν να ξεχνούν.
Οι δάσκαλοι τής πρώτης κατηγορίας
προήλθαν κυρίως από τον χώρο τής επαγγελματικής φωτογραφίας. Τής δημοσιογραφίας παλαιότερα και σήμερα κυρίως τής διαφήμισης και τής μόδας. Ήταν εμπειρικοί γνώστες μιας τεχνικής. Η εύλογη, αν και άστοχη, επιθυμία να προσδώσουν αίγλη στον ρόλο τους, τούς έκανε να θεωρητικοποιήσουν την κλασικά απλή και πρακτική τεχνική τής φωτογραφίας και να την οδηγήσουν σε περιοχές επιστημονικής βαρύτητας. Ουδέποτε όμως το ράσο έκανε τον παπά, κι έτσι οι φωτογράφοι αυτοί εξακολουθούν να σπαταλούν χρόνο σε κάτι που μπορεί να δικαιολογεί τα έτη σπουδών, αλλά δεν αλλάζει τη φύση τού φωτογραφικού μέσου, ούτε οδηγεί σε ουσιαστική κατανόηση τής λειτουργίας του. Η εκμάθηση τύπων τής χημείας και τής φυσικής είναι το ίδιο περιττή για την φωτογραφική πρακτική με την γνώση τής ηλεκτρονικής για τον χειρισμό των υπολογιστών.
Οι δάσκαλοι τής δεύτερης κατηγορίας
δεν είναι φαινόμενο μόνον τής φωτογραφικής παιδείας, αλλά γενικότερα απαραίτητο καρύκευμα τής εκπαίδευσης από την περασμένη δεκαετία. Οι σημειολόγοι και οι επικοινωνιολόγοι επέβαλαν την παρουσία τους προσδίδοντας στον ρόλο τους (και αυτοί με τη σειρά τους) μια βαρύτητα που πηγάζει από τον συνδυασμό αστήρικτων "επιστημονικών" ισχυρισμών και κρυπτόμενης "εξ αποκαλύψεως" αλήθειας. Έτσι, κάτι που θα μπορούσε να είναι μια απλή επιβοηθητική κριτική σκέψη, μετετράπη σε αδιαμφισβήτητο θεωρητικό εργαλείο ερμηνείας των φωτογραφικών εικόνων. Η αγωνία των νέων (ίσως και των γονέων τους) για το "ευτελές" τού μέσου, που επέλεξαν, καθησυχάζεται έτσι με την επιστημοσύνη τής τεχνικής και τού μηνύματός του.
Οι δάσκαλοι τής τρίτης κατηγορίας
οφείλουν την ύπαρξή τους στη φήμη τής φωτογραφίας (και) ως καλλιτεχνικού μέσου. Φήμη που δεν φαίνεται να έχει πείσει τούς υπηρέτες της (μια και συχνά θεώρησαν την περίοδο τής φωτογραφικής ιστορίας μέχρι και την δεκαετία τού '70 απλώς σαν ιστορική και προ-καλλιτεχνική), που οδήγησε όμως παρόλα αυτά τις σχολές σε υιοθέτηση (και) μιας καλλιτεχνικής κατεύθυνσης. Φαίνεται όμως οτι και στην περίπτωση αυτή κατίσχυσε ο φόβος για την προφανή ευκολία τής φωτογραφικής εικόνας και το σύμπλεγμα τού "φτωχού συγγενή" μπροστά αφενός στις καταξιωμένες τέχνες και αφετέρου στις φωτογραφίες, που οι ίδιοι οι φωτογράφοι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν ως καλλιτεχνικές μέσα στην ιδιαιτερότητά τους.
Συχνά, ευτυχώς όχι πάντα, για την κάλυψη των διδακτικών θέσεων αυτής τής κατηγορίας χρησιμοποιήθηκαν είτε εικαστικοί δημιουργοί είτε άτομα αποκλειστικά εικαστικής παιδείας. Τα οποία προφανώς είχαν από ανύπαρκτη έως μικρή γνώση και εκτίμηση τής φωτογραφικής παραγωγής. Αλλά και οι περισσότεροι από αυτούς που, προερχόμενοι από πιο αμιγώς φωτογραφικούς χώρους, κάλυψαν αυτές τις θέσεις, διακατέχονται από το μόνιμο εσωτερικό σύμπλεγμα αμφισβήτησης τής φωτογραφικής αμεσότητας και ευκολίας.
Με αυτόν τον τριπλό διδακτικό συνδυασμό οι σχολές φωτογραφίας διδάσκουν το τι κρύβεται πίσω από το τεχνικό μέρος τής παραγωγής της, το τί κρύβεται πίσω από την επιφάνεια που απεικονίζεται, και το πώς αυτή η επιφάνεια θα μετατραπεί σε εικαστικό αντικείμενο. Τις περισσότερες φορές απώτερος στόχος ορίζεται η "πώληση", είτε τού "πολύτιμου" αυτού αντικειμένου, είτε τού κρυμμένου (αλλά επιμελώς φανερού) μηνύματος. Ο επίδοξος φωτογράφος διδάσκεται πώς θα φτιάξει κάτι και τί πρέπει να λέει αυτό, ώστε να αποκτήσει αξία στην εμπορική ή εμπορικο-καλλιτεχνική αγορά.
Κάτω από τη λογική τής καθιερωμένης εκπαίδευσης, όπως αυτή παρουσιάστηκε πιο πάνω, ένα τέτοιο σχήμα είναι σωστό. Προσφέρει εξηγήσεις σε όλα, προετοιμάζει για επαγγελματική καριέρα και επιτρέπει στη φωτογραφία να διεκδικήσει ακόμα και πανεπιστημιακή καταξίωση.
Αν, όμως,
αποπειραθούμε (για μιαν ακόμα φορά) να δεχθούμε λίγες διαπιστώσεις, που ξεφεύγουν από την καθιερωμένη παραπάνω τοποθέτηση, όπως λόγου χάριν:
Ότι την τεχνική τής φωτογραφίας μπορούμε να την μάθουμε και μόνοι μας και οτι χρειαζόμαστε έναν δάσκαλο απλώς για να μας δείξει μονοπάτια, πού κόβουν δρόμο και να κάνει την εύκολη τεχνική λίγο πιο εύκολη και όχι αρκετά πιο δύσκολη.
Ότι για την επαγγελματική φωτογραφία θα χρειαζόμασταν λίγο περισσότερη πρακτική εξάσκηση (γιατί η εξειδικευμένη τεχνική μαθαίνεται μόνον μέσα στη δουλειά) και αρκετά λιγότερη ανάλυση τού παιδαριώδους απλοϊκού περιεχομένου, που απαιτεί η εμπορική εφαρμογή.
Ότι το μόνο που μπορεί να κάνει ένα φωτογράφο επαγγελματία καλύτερον είναι αρετές που δεν διδάσκονται, ή που θα αρκούσε το πολύ μία ώρα για να αναφερθούν: Όπως η συνέπεια, ο σεβασμός τού πελάτη, ο σεβασμός τού εαυτού μας, η επιμέλεια, η κοινωνικότητα και η σταθερότητα.
Ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο σφάλμα από το να επιδιώκουμε να είμαστε παράλληλα ικανοποιημένοι ως επαγγελματίες και ως καλλιτέχνες μέσα από την ίδια δουλειά. Έτσι προδίδουμε τον πελάτη, τον εαυτό μας και το κοινό. Η ικανοποίηση τού επαγγελματία περνάει μέσα από την ικανοποίηση τού πελάτη. Το μόνο που πρέπει να καλύπτει ταυτόχρονα και τούς δύο είναι ο σεβασμός. Αν ο σεβασμός προς τον πελάτη πλήττει τον σεβασμό προς τον εαυτό μας, τότε χρειάζεται επαναθεώρηση τής δουλειάς μας.
Ότι η επαφή με έναν δάσκαλο που μας ταιριάζει είναι συχνά αρκετή, ακόμα κι αν είναι σύντομη, να μας οδηγήσει στην αρχή τού δρόμου τής προσωπικής φωτογραφικής αναζήτησης.
Ότι η φωτογραφία εκτός από επάγγελμα, εκτός από καλλιτεχνική έκφραση, είναι και ένα μέσον να μάθουμε να κοιτάμε, να ανακαλύπτουμε την ισορροπία στον κόσμο, και να ζυγίζουμε τη δημιουργική μας επιθυμία και ικανότητα.
Ότι όσο πιο απλό είναι το εργαλείο, και όσο ευκολότερη η χρήση του, τόσο μεγαλύτερες είναι οι απαιτήσεις για ευρύτητα καλλιέργειας και ποιότητα κριτικής αντίληψης, ώστε το αποτέλεσμα να σφραγίζεται από αυτές και να διακρίνονται έτσι εκείνοι που έχουν κάτι να πουν (και ξέρουν και πώς να το πουν), από αυτούς που απλώς υποκρίνονται. Κι αυτό ισχύει σήμερα για τους ποιητές και τους φωτογράφους, αλλά και για τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους, τούς διαφημιστές και τόσους πολλούς ακόμα που ρυθμίζουν και ταλαιπωρούν τη ζωή μας.
Ότι η ευρύτητα τής μόρφωσης είναι απαραίτητη για τον επαγγελματία, όσο και για τον καλλιτέχνη, και μάλιστα σε μιαν εποχή κατά την οποία όσο αυξάνει η απαίτηση να χαρακτηρίζονται όλοι οι επαγγελματίες "καλλιτέχνες" ή "λειτουργοί", τόσο μειώνεται το ποσοστό των πνευματικών και ηθικών ερεισμάτων τους.
Τότε,
ίσως να ευτυχούσαμε να απολαύσουμε μια νέα γενιά μαθητών φωτογραφίας, που θάξεραν να απαιτούν αυτά που τους λείπουν. Που θα αναζητούσαν την βαθύτερη και ευρύτερη μόρφωση. Που θα σεβόντουσαν και θα αγαπούσαν την ιδιαιτερότητα τής φωτογραφίας. Που θα εκμεταλλευόντουσαν τη φωτογραφική παιδεία σαν ένα κατώφλι τής μόρφωσης, στην οποίαν καλούνται να αφεθούν (και την οποία ποτέ δεν θα κατακτήσουν). Που θα δεχόντουσαν ότι το φωτογραφικό τους μέλλον μπορεί να είναι το επάγγελμα ή η καλλιτεχνία ή και τίποτα περισσότερο από την υπηρεσία μιας πνευματικής πειθαρχίας. Που θα καταλάβαιναν, επιτέλους, τον Walker Evans, όταν προέτρεπε τους μαθητές φωτογραφίας να έχουν μια καλλιεργημένη ζωή, γιατί κάτι τέτοιο θα φαινόταν, χωρίς άλλο, και στις φωτογραφίες τους.