ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
ΚΥΚΛΟΣ

Βιβλία Μελών

Μαίρη Χριστοφίδη - Συγχορδίες

Μαίρη Χριστοφίδη - ΣυγχορδίεςΟι φωτογραφίες της Μαίρης Χριστοφίδη

  • Λεύκωμα
  • 1η έκδοση 2017
  • Σελίδες 164
  • 144 Φωτογραφίες
  • 29x24

Το πρόβλημα της φωτογραφίας ως μορφής τέχνης είναι με ποιο τρόπο θα παραμείνει πιστή στην περιγραφή, που είναι και το δυνατό χαρτί της, αλλά θα καταλήξει σε μια καλλιτεχνική πρόταση που δεν θα περιορίζεται στην περιγραφή. Στην προσπάθεια αυτή δεν έχει σύμμαχο την τεχνική, αφού το δεύτερο δυνατό χαρτί της είναι ακριβώς η αποσύνδεση της σημασίας του έργου από την (πάντοτε εύκολη) τεχνική που το γέννησε. Έχουμε δηλαδή από τη μια πλευρά ένα θέμα της πραγματικότητας, το οποίο υπάρχει και επιβάλλεται πέραν από την παρουσία του καλλιτέχνη, και από την άλλη μια κοινή τεχνική προσιτή και γνωστή στους πάντες, η οποία δεν πρέπει να προβάλλεται, γιατί όταν το κάνει καταπνίγει ή εκθέτει αρνητικά την πραγματικότητα που αποτυπώνει. Αυτά τα δύο στοιχεία πρέπει να μεταμορφωθούν σε μια νέα πραγματικότητα, η οποία να οφείλεται στην ανάμιξη του καλλιτέχνη με τον υπαρκτό κόσμο και με την τόσο απλή και κοινή φωτογραφική τεχνική.

Η επιτυχία μιας φωτογραφικής μεταμόρφωσης προϋποθέτει και περικλείει μια αντίφαση: τον σεβασμό αλλά και την ταυτόχρονη υπέρβαση των παραπάνω χαρακτηριστικών της φωτογραφίας. Η λύση του προβλήματος βρίσκεται στον ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης που υιοθετεί ο κάθε φωτογράφος, τρόπος που συνιστά και την καλλιτεχνική του προσωπικότητα.

Η Μαίρη Χριστοφίδη υιοθετεί μια προσέγγιση η οποία είναι τόσο πιο αποτελεσματική όσο περισσότερο πετυχαίνει να παραμένει διακριτική. Χρησιμοποιεί μια οπτική πολυφωνία, ανάλογη της συνεκφοράς των φωνών της μουσικής πολυφωνίας. Εν προκειμένω οι φωνές δεν είναι τίποτε άλλο από διαφορετικά θραύσματα περιγραφών της πραγματικότητας. Για να πετύχει ένας τέτοιος στόχος είναι σημαντικό είτε να κυριαρχεί η μία φωνή και οι υπόλοιπες να λειτουργούν ως απόηχος ή ποίκιλμα της πρώτης, είτε να συνεκφέρονται όλες ως ένας νέος ήχος, ή ως μία νέα πραγματική περιγραφή. Στις φωτογραφίες της η Μαίρη Χριστοφίδη υιοθετεί αυτή τη δεύτερη προσέγγιση και προκαλεί στον θεατή έκπληξη και αναπάντητα ερωτηματικά. Η έκπληξη οφείλεται στην απόλαυση μιας πρωτόγνωρης σύνθεσης, η οποία συνδέεται μόνον αποσπασματικά με την πραγματικότητα. Τα ερωτηματικά, πάλι, προκύπτουν από την αδυναμία να εστιαστεί το βλέμμα πάνω σε ένα κυρίαρχο σημείο, αφού όλα τα υπόλοιπα εισβάλλουν στο κάδρο για να ταράξουν τη μονοσήμαντη σύλληψη και να εξάρουν την οπτική σύνθεση.

Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας όλα τα επιμέρους αναγνωρίσιμα θέματα της πραγματικότητας -άνθρωποι, αντανακλάσεις, σκιές, χρώματα, παράθυρα, πλοία, νερά- γίνονται στοιχεία μιας οπτικής αρμονίας και συλλαμβάνονται από το βλέμμα του θεατή ως ένα σύνολο μικροστοιχείων ενός νέου κόσμου.

Η προσέγγιση αυτή και ο τρόπος της εκτέλεσης απελευθερώνει τις φωτογραφίες από οποιοδήποτε εννοιολογικό βάρος ή από γεωμετρικές απλουστεύσεις, δύο από τις συχνότερες αμαρτίες αυτής της τέχνης, οι οποίες με το πρόσχημα μιας αναβάθμισης συμβάλλουν τελικά σε μια αναίρεσή της.

Η Μαίρη Χριστοφίδη έχει το πρόσθετο χάρισμα να παρουσιάζει αυτή την πολύπλοκη πνευματική διεργασία ως κάτι αυτόματο ή αυτονόητο που της επιβάλλεται από την ίδια την πραγματικότητα και να διατηρεί έτσι την παρέμβασή της επιμελώς προστατευμένη. Με τον τρόπο αυτόν γίνεται κάθε στιγμή θεατής αλλά και ενορχηστρωτής της πραγματικότητας.

Πλάτων Ριβέλλης

 


 

Φωτογραφικός Κύκλος 1988-2014

Φωτογραφικός Κύκλος 1988-2014

139 μικρά τετρασέλιδα portfolios

  • Συλλογή portfolios
  • 1η έκδοση 2014
  • Σελίδες 616
  • Φωτογραφίες καλλιτεχνικές: 1.017 (ασπρόμαυρες και έγχρωμες)
  • Φωτογραφίες αναμνηστικές: 48 (ασπρόμαυρες)
  • 29x24

Περιεχόμενο: Το βιβλίο περιλαμβάνει μια συλλογή 139 μικρών τετρασέλιδων portfolios από ισάριθμους φωτογράφους που είναι εν ενεργεία μέλη του «Φωτογραφικού Κύκλου». Η επιμέλεια και η επιλογή των φωτογραφιών έγινε από τον Πλάτωνα Ριβέλλη. Το βιβλίο είναι δίγλωσσο (στα ελληνικά και στα αγγλικά) και περιλαμβάνει ακόμη, εκτός από τα portfolios, δύο κείμενα του επιμελητή, το ένα για την ιστορία του «Φωτογραφικού Κύκλου» και το άλλο σχετικά με την επιμέλεια του συγκεκριμένου βιβλίου, μικρά βιογραφικά των φωτογράφων που συμμετέχουν και σειρά αναμνηστικών φωτογραφιών από τη ζωή και τις δραστηριότητες του «Φωτογραφικού Κύκλου» κατά τα 26 χρόνια της ύπαρξής του.

"Αθήνα 2001 - Όψεις και Απόψεις"

Λεύκωμα-συλλογή φωτογραφιών 36 φωτογράφων

Συνέκδοση με το Μουσείο Μπενάκη

1η έκδοση 2001

Σελίδες 272

Διαστάσεις 20Χ25

Η φωτογραφική συμφωνία μιας πόλης

ή μια υποκειμενική εκδοχή τού πραγματικού

Ένα φωτογραφικό βιβλίο αφιερωμένο σε μια πόλη, θέτει προκαταβολικά ένα ερωτηματικό σε σχέση με την ταυτότητά του. Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι αναγνώστες που βιάζονται, προτού το ανοίξουν, να τού προσδώσουν την ταυτότητα που εκείνοι θα προτιμούσαν ή θα περίμεναν. Εκτός λοιπόν από ερωτηματικά ένα βιβλίο-πόλης γεννάει ελπίδες, και κρύβει εκπλήξεις.

Οι περισσότεροι περιμένουν μια όσο γίνεται πιο πιστή καταγραφή τής μορφής και τής ζωής τής πόλης. Ένα είδος ντοκουμέντου. Εκείνες τις φωτογραφίες που νομίζουν πως θα αντικαταστήσουν τα μάτια τού επισκέπτη. Άλλοι πάλι προτιμούν μια ωραιοποιημένη αποτύπωση τής πόλης, έτσι που το βιβλίο να αποτελέσει ιδανικό δώρο για αλλοδαπούς επισκέπτες και παρήγορη αυταπάτη για τον τόπο τής διαμονής τους. Η αντίληψή τους για τις «καλές» φωτογραφίες (αυτές που θα «έπρεπε» να περιέχει το βιβλίο) ευθυγραμμίζεται με την αισθητική των σύγχρονων καρτ-ποστάλ, αυτών που απομονώνουν λεπτομέρειες, υπερτονίζουν χρώματα και χρησιμοποιούν την εξιδανίκευση σαν εργαλείο μιας δήθεν περιγραφής. Οι παλιές ασπρόμαυρες καρτ-ποστάλ είχαν τουλάχιστον την αρετή τής πληροφόρησης.

Οι παραπάνω προσεγγίσεις, που άλλωστε βρίσκουν πολλές και χρήσιμες εμπορικές εφαρμογές, πέφτουν στο λάθος τής τυποποίησης, αυτής που έχει επικρατήσει να ονομάζεται «κλισέ». Και στην περίπτωση τού λευκώματος τής πόλης στο κλισέ τής αντικειμενικότητας και στο κλισέ τής ομορφιάς. Αυτή καθεαυτή όμως η έννοια τής τυποποίησης αποτελεί εξορισμού προδοσία τόσο τής αντικειμενικής αλήθειας όσο και τής ομορφιάς, οι οποίες, είτε τις δεχτούμε ανέφικτες είτε ανύπαρκτες, έχουν πάντοτε την ανάγκη να συνοδεύονται και από αμφιβολία και από ειλικρίνεια. Ο φωτογράφος που λειτουργεί με «κλισέ» δεν ανιχνεύει. Απλώς εικονογραφεί τα προαποφασισμένα πλάνα του. Η λειτουργία όμως τής φωτογραφικής εικόνας που στηρίζεται σε υποκειμενικά κριτήρια επιλογών είναι απείρως πιο ενδιαφέρουσα. Πρόκειται για μια φωτογραφία που χρησιμοποιεί την όσο γίνεται πιο πιστή καταγραφή για να αποδώσει την όσο γίνεται πιο προσωπική φωτογραφική εκδοχή της. Εδώ ο φωτογράφος αγνοεί το αποτέλεσμα και εκπλήσσεται όταν νομίζει ότι απέδωσε έστω και ένα μικρό ποσοστό τής πάντα πολύπλοκης αλήθειας ή τής πάντα υπόγειας ομορφιάς.

Μια πόλη, άλλωστε, έχει μυρωδιές και ήχους, έχει ατμόσφαιρα και ζωή, που είναι πρακτικά αδύνατον να αποτυπωθούν στα αυθαίρετα όρια τού μικρού παραλληλόγραμμου μιας φωτογραφίας. Αυτό που ο θεατής νομίζει πως βλέπει από την πόλη, δεν είναι παρά η αναφορά στην ήδη προκατασκευασμένη αντίληψή του γι αυτήν, ή στις περιληπτικές πληροφορίες μιας λεζάντας. Η τελευταία μάλιστα είναι αυτή που υπογραμμίζει την αξία στις λεγόμενες ιστορικές φωτογραφίες και στη διάσταση τού πειστηρίου, που τους προσδίδει χωρίς αμφιβολία τη γοητεία που η αλήθεια και ο χρόνος ασκεί πάνω σε όλους μας.

Το πορτραίτο μιας πόλης δεν διαφέρει από το πορτραίτο ενός ανθρώπου. Στα πορτραίτα η διαδικασία τής φωτογράφησης και η φωτογραφία που θα προκύψει δεν αποτελούν εργαλείο και στόχο για την αδύνατη και τελικά ανώφελη «ερμηνεία» τής προσωπικότητας ενός ανθρώπου. Κανένα πορτραίτο δεν μπορεί να περικλείσει την προσωπικότητα τού εικονιζόμενου και καμία σειρά εικόνων δεν μπορεί να ορίσει την πνοή και το ρυθμό μιας πόλης. Ένα πορτραίτο δεν είναι παρά ή μυστηριώδης συνάντηση τού βλέμματος ενός ανθρώπου με αυτό τού φωτογράφου. Ο τελευταίος έχει έτσι την πιθανότητα, να θέσει ορισμένα ερωτηματικά για το πρόσωπο που τον κοιτάζει. Τα ερωτηματικά αυτά, που δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς την παρουσία τού φωτογράφου, δεν θα απαντηθούν ποτέ. Στη φωτογραφία το ενδιαφέρον βρίσκεται στα ερωτήματα που απλώς υπαινίσσεται και όχι στις απαντήσεις που νομίζουμε πως μας δίνει.

Το παρόν βιβλίο δεν έχει τη φιλοδοξία να αποτελέσει μια συλλογή εικόνων τής Αθήνας που να περιλαμβάνει όλα ή τα περισσότερα θέματα που συνθέτουν την εικόνα και τη ζωή μιας πόλης. Άλλωστε κάτι τέτοιο, εκτός από αδύνατο, θα ήταν και υπερφίαλο, και αβέβαιο και, τελικά, στερημένο νοήματος. Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια αυθαίρετη και αποσπασματική συνύπαρξη εξίσου αυθαίρετων και αποσπασματικών βλεμμάτων πάνω στην πόλη μας. Αυτή η προσέγγιση δίνει ίση σημασία στο θέμα και στον φωτογράφο. Πρόκειται δηλαδή για μια συλλογή προσωπικών και απόλυτα υποκειμενικών απόψεων πάνω στην αντικειμενική όψη τής πόλης. Το υποκειμενικό διαστρέφει το αντικειμενικό και μας το επαναφέρει σαν μεταλλαγμένη ή υπερβατική εκδοχή τού πραγματικού.

Η ιδέα αυτής τής συλλογής φωτογραφιών ξεκίνησε από τη σχέση τού Μουσείου Μπενάκη με τη φωτογραφία, μια σχέση που γίνεται ολοένα πιο σημαντική, αλλά που δεν παύει να αναζητεί τον ρόλο της. Ο αρχικός ιστορικός και λαογραφικός στόχος τού Μουσείου, που οδήγησε στη συλλογή φωτογραφιών με έμφαση στη λειτουργία τους ως τεκμηρίων, άρχισε να συμπληρώνεται (χωρίς να υποβαθμίζεται) με την προσθήκη καλλιτεχνικών κριτηρίων επιλογής. Η στροφή αυτή οδήγησε το Μουσείο στη συγκέντρωση φωτογραφιών με το πρόσθετο κριτήριο τής παρουσίας ενός συγκεκριμένου, γνωστού και αξιόλογου δημιουργού. Είδαμε, έτσι, τις συλλογές των φωτογραφιών τής Nelly's, τής Παπαϊωάννου, τού Χαρισιάδη και άλλων, να βρίσκουν στέγη στο Μουσείο και να αξιοποιούνται τόσο επιστημονικά όσο και καλλιτεχνικά. Αυτή η στροφή τού Μουσείου είναι εξαιρετικά σημαντική, αφενός διότι προσδίδει αισθητική διάσταση και αξία στην τεκμηριωτική λειτουργία τής φωτογραφίας και αφετέρου διότι καλύπτει με το κύρος του και την οργάνωσή του την καλλιτεχνική λειτουργία της. Αναθέτοντας, τέλος, σε σύγχρονους φωτογράφους την παραγωγή φωτογραφικών εικόνων, το Μουσείο συμπληρώνει τους ρόλους του προσθέτοντας και αυτόν, που ίσως είναι ο σημαντικότερος, τού εμπνευστή και υποκινητή τού δημιουργικού έργου. Δεν έρχεται δηλαδή πλέον απλώς και μόνον να συλλέξει το ήδη υπάρχον έργο, να το αρχειοθετήσει και να το συντηρήσει για τις επόμενες γενιές, αλλά γίνεται το ίδιο η αιτία γέννησης των συλλογών του. Δεν λειτουργεί επομένως μόνον σαν χώρος συλλογής και αποθήκευσης έργων, αλλά και σαν ζωντανός οργανισμός παραγωγής έργων.

Το προσωπικό τού φωτογραφικού τμήματος τού Μουσείου, με επικεφαλής την κυρία Φανή Κωνσταντίνου, έχει όχι απλώς ασπαστεί τη στροφή αυτή και τη σημασία της, αλλά δείχνει να απολαμβάνει τη διεύρυνση τού ρόλου του και να επιχειρεί, με ηρεμία και με εμπιστοσύνη στον χρόνο, τη σύζευξη και παράλληλη σύμπλευση τής παραδοσιακής τεκμηριωτικής λειτουργίας με αυτήν τής σύγχρονης καλλιτεχνικής διάστασης των φωτογραφιών που φυλάει, συντηρεί και διαχειρίζεται.

Η ιδέα που οδήγησε στην παραγωγή αυτού τού βιβλίου και των φωτογραφιών που περιέχει στηρίχτηκε στη συνεργασία ενός οργανισμού, όπως είναι ο "Φωτογραφικός Κύκλος", που έχει σαν κύριο στόχο τη δημιουργία καλλιτεχνικών φωτογραφιών, με έναν άλλον οργανισμό, το Μουσείο Μπενάκη, που έχει σαν δευτερεύοντα στόχο την παραγωγή φωτογραφιών. Ο "Φωτογραφικός Κύκλος" έχει ανάμεσα στα μέλη του πολλούς και καλούς νέους φωτογράφους, προς τους οποίους πέρασε το μήνυμα και τον τελικό στόχο, ώστε να ξεκινήσει μια δημιουργία φωτογραφικών εικόνων με το συγκεκριμένο περιεχόμενο τού γενικότερου θέματος. Δεν περιοριστήκαμε όμως μόνον στα μέλη. Αναζητήσαμε και άλλους φωτογράφους και τελικά ανάμεσα σε αυτούς που παρουσιάζουν δουλειά τους υπάρχουν και αρκετοί που δεν είναι μέλη τού "Κύκλου".

Η γενική ιδέα τού θέματος ήταν η Αθήνα στο γύρισμα τού αιώνα, όπως θα την έβλεπε ένας διαβάτης. Περιορίσαμε δηλαδή το πεδίο σε εξωτερικούς μόνον χώρους. Δεν ανατέθηκαν όμως στους φωτογράφους συγκεκριμένα υπο-θέματα, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι στην επιλογή τού επιμέρους θέματος που τους ενδιέφερε. Η υποκειμενικότητα τής δημιουργικής προσέγγισης υπηρετείται καλύτερα αν ξεκινάει από το τι φωτογραφίζεται και δεν περιορίζεται στο πώς φωτογραφίζεται. Άλλωστε αυτή η πόλη είναι η πόλη τους. Σ' αυτήν ζουν, αυτήν βλέπουν κάθε μέρα και έχουν το δικαίωμα να μας μεταφέρουν τη λεπτομέρεια που τους κάνει εντύπωση. Διότι πρέπει να σημειώσουμε ότι η φωτογραφία ασχολείται μόνο με τη λεπτομέρεια, που μας οδηγεί πάντοτε έμμεσα (και μακάρι υπερβατικά) στο σύνολο.

Η δική μου ευθύνη σαν επιμελητή ήταν η επιλογή των φωτογραφιών, που έγινε όμως πάντοτε σε συνεργασία (όχι πάντα σε πλήρη συμφωνία) με τους φωτογράφους. Οι φωτογραφικές μου προτιμήσεις, όπως είναι αναπόφευκτο, παρεμβαίνουν στη διαδικασία αυτή, ελπίζω όμως να μην προσδίδουν στο σύνολο τού έργου μιαν υπερβολικά καθοριστική δική μου υπογραφή. Στο κάτω-κάτω τα έργα ανήκουν στους φωτογράφους και όχι στον επιμελητή. Επειδή όμως ο ρόλος μου σαν θεωρητικού και σαν επιμελητή τής φωτογραφίας είναι λιγότερο σημαντικός από αυτόν τού δασκάλου (ή τον ασκώ λιγότερο αποτελεσματικά), χαίρομαι κυρίως να προκαλώ τη φωτογράφηση, να ακολουθώ την πορεία των φωτογράφων και απλώς με τη δική μου τελική παρέμβαση να κάνω σαφέστερη την φωτογραφική τους πρόταση. Στην προκειμένη περίπτωση "δούλεψα" μαζί με τους φωτογράφους (τουλάχιστον με τους περισσότερους), παρακολουθώντας την πορεία τής δουλειάς τους και συζητώντας μαζί τους τις επιλογές. Οι τελικές πάντως επιλογές αντανακλούν τις σχετικές προτιμήσεις μου και εκφράζουν την απόλυτη έγκρισή μου. Οι επιλογές αυτές θα μπορούσαν να είναι και πολύ διαφορετικές, αλλά συχνά η λογική και η δομή τού βιβλίου έδειχνε την κατεύθυνση, ώστε να αποφευχθεί η επικάλυψη, να διασφαλιστεί η ποικιλία και να διακριθούν τα θέματα.

Ο τελικός αριθμός των φωτογραφιών κάθε φωτογράφου δεν έχει φυσικά καμία σχέση με την αξία του ή με τη θέση του στην φωτογραφική καλλιτεχνική κοινωνία. Άλλωστε μια ομαδική καλλιτεχνική πρόταση δεν μπορεί να έχει σχέση με αθλητικό διαγωνισμό. Και αν στα επιμέρους τμήματά της δοθεί το ίδιο ακριβώς ποσοτικό βάρος, τότε το σύνολο χάνει σε ρυθμό και ενότητα. Οι φωτογραφίες τού καθενός επιλέχτηκαν με βάση το θέμα του, την ευρύτητά του, τον αριθμό των εικόνων που πρότεινε και τη συνοχή που οι φωτογραφίες μπορούσαν να εξασφαλίσουν.

Οι φωτογραφίες τού λευκώματος (και τής συνοδευτικής έκθεσης) θα παραχωρηθούν χωρίς αμοιβή από τους φωτογράφους στο Μουσείο, σε αναγνώριση τής συμβολής τού Μουσείου Μπενάκη στη φωτογραφία και με την ελπίδα το αρχείο του να περιλαμβάνει όλο και περισσότερες φωτογραφίες με προσωπική καλλιτεχνική προσέγγιση.

Στη διάρκεια αυτής τής προετοιμασίας, όμως, έκανα δύο ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Η πρώτη ήταν ότι ελάχιστοι φωτογράφοι από όσους ξέρω στην Αθήνα (και μετά από είκοσι χρόνια διδασκαλίας ξέρω πολλούς) φωτογραφίζουν την πόλη τους. Από τους τριάντα τέσσερις έλληνες φωτογράφους τού βιβλίου μόνον πέντε ή έξι φωτογράφιζαν ήδη την Αθήνα όταν γεννήθηκε η ιδέα τού βιβλίου. Αλλά και παρά τις προσπάθειές μου να βρω και άλλους νέους φωτογράφους που να φωτογραφίζουν την Αθήνα (ρώτησα δασκάλους, θεωρητικούς και δημοσιογράφους) λίγοι, πάρα πολύ λίγοι, εμφανίστηκαν. Και μάλιστα σε μιαν εποχή που ο φωτογράφος έχει την τάση τής στροφής προς τον δικό του χώρο (η πόλη στην οποία ζει αποτελεί το σκηνικό τής ζωής του), και την απομάκρυνσή του από τον ρόλο τού ουδέτερου παρατηρητή ενός ξένου περιβάλλοντος. Το ερώτημα παραμένει και ίσως είναι σημαντικότερο από οποιαδήποτε εξήγησή του.

Η δεύτερη διαπίστωση έχει να κάνει με την σχεδόν ομοιόμορφη κατεύθυνση που πήραν οι δουλειές των φωτογράφων. ΄Η για την ακρίβεια με τις δύο συχνά αλληλο-καλυπτόμενες κατευθύνσεις. Η Αθήνα αντιμετωπίστηκε άλλοτε με προφανές χιούμορ και άλλοτε σαν χαοτική τριτοκοσμική πόλη. Είναι αλήθεια, όμως, ότι μετά την παρατήρηση των φωτογραφιών και την παράλληλη παρατήρηση τής πόλης, δεν μπόρεσα παρά να συμφωνήσω. Αυτές οι δύο κατευθύνσεις είναι υπαρκτές, ίσως να είναι οι πιο δικαιολογημένες και σίγουρα είναι οι πιο γοητευτικές. Η προσωπικότητα τής πόλης δεν στηρίζεται στις αναμφισβήτητα υπαρκτές κοσμοπολιτικές πλευρές της, οι οποίες τις περισσότερες φορές απηχούν έναν επαρχιωτισμό και μια συμπλεγματική μίμηση. Ο χαρακτήρας τής Αθήνας βρίσκεται περισσότερο σ' αυτήν την άτακτη αλλά ταυτόχρονα τρυφερή και αστεία ανάμιξη τού χωριού και τής μεγαλούπολης. Εκεί μπορεί να διεκδικήσει και την ιδιότυπη γοητεία της. Πολλά θέματα βέβαια που θα μετέφεραν ακόμα καλύτερα αυτόν τον χαρακτήρα απουσιάζουν από το βιβλίο. Παραμένουν ανοικτά για επόμενους φωτογράφους. Αρκεί να τα δουν οι ίδιοι και να τα διαλέξουν.

Θα ήθελα το βιβλίο αυτό να αποτελέσει τόσο για τους θεατές όσο και για τους φωτογράφους ένα κίνητρο να δουν την πόλη τους και να την δουν πιο προσωπικά. Θα ήθελα επίσης περισσότεροι φωτογράφοι, γνωστοί ή άγνωστοι, να μπορούν να παραμερίζουν τις στενά προσωπικές τους φιλοδοξίες και να επιζητούν τη συμμετοχή τους σε ομαδικές δουλειές. Το παράδειγμα τής συμμετοχής τού Bernard Plossu μπορεί να τους εμπνεύσει. Αισθάνομαι πάντως πως η αφιέρωση ενός τέτοιου λευκώματος θα πρέπει να απευθυνθεί σε εκείνους τους νέους φωτογράφους, που δεν συμμετέχουν στο βιβλίο, είτε γιατί δεν πρόφτασαν να παρουσιάσουν δουλειά τους, είτε γιατί δεν έμαθαν γι αυτό, είτε γιατί η καλόπιστη κριτική μου τους απέρριψε. Τους ζητώ συγγνώμη και τους προτρέπω να φωτογραφίσουν τα ίδια ή και άλλα θέματα με ακόμα μεγαλύτερη αφοσίωση για ακόμα καλύτερα αποτελέσματα από τους φωτογράφους τής συλλογής αυτής.

Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω από την καρδιά μου τον κύριο Άγγελο Δεληβοριά, την κυρία Ειρήνη Γερουλάνου, την κυρία Φανή Κωνσταντίνου, την κυρία Ειρήνη Μπουντούρη και όποιον άλλον από το Μουσείο Μπενάκη δούλεψε για αυτήν την φωτογραφική παραγωγή, γιατί με έκαναν να πιστέψω ότι στη χώρα μας μπορεί να υπάρξει συνεργασία και να παραχθεί έργο σε υψηλό επίπεδο ποιότητας και αμοιβαίου σεβασμού. Για μένα, αυτή η προσφορά τού Μουσείου Μπενάκη έρχεται να προστεθεί σε όλες τις άλλες.

Πλάτων Ριβέλλης

 

Το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη

H διεύρυνση των στόχων του και η πρόκληση της σύγχρονης φωτογραφίας

Η ίδρυση το 1973 του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη ήρθε να καλύψει την ανάγκη της διαφύλαξης και της αξιοποίησης της φωτογραφικής μας κληρονομιάς, όταν αυτή ακόμη δεν είχε εκτιμηθεί ως άξια αποκλειστικής μέριμνας. Η λειτουργία του ως ανεξάρτητου τμήματος επιβεβαιώνει την ιδιαιτερότητα του μουσειακού οργανισμού, ο οποίος, χάρη στην ευελιξία και την ετοιμότητά του, έχει τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται έγκαιρα στις εκάστοτε επιταγές της πολιτιστικής ζωής του τόπου και τις προκλήσεις των καιρών.

Στην τριακονταετή του πορεία, το τμήμα συχνά αναθεώρησε την πολιτική του και διεύρυνε τους στόχους του, προσαρμοζόμενο στις απαιτήσεις του υλικού, αλλά και στα νέα δεδομένα που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια χάρη στο έντονο ενδιαφέρον της πολιτείας και των ιδιωτικών φορέων γύρω από την παλαιά και τη σύγχρονη φωτογραφική δημιουργία. Πρωταρχικό κριτήριο για τη συγκρότηση των συλλογών του υπήρξε η μαρτυρία της φωτογραφικής εικόνας. Απεικονίσεις μνημείων και έργων τέχνης της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου, γενικές ή μερικές απόψεις αστικών ή αγροτικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, καθώς και σκηνές της παραδοσιακής ζωής συγκεντρώθηκαν, ταξινομήθηκαν και τεκμηριώθηκαν, ώστε οι μελετητές της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού να έχουν στη διάθεσή τους μια πηγή πολύτιμων οπτικών πληροφοριών.

Σύντομα όμως διαπιστώθηκε ότι η τεκμηριωτική αξία της εικόνας δεν ήταν δυνατό να παραμείνει ο μοναδικός γνώμονας για την επιλογή των φωτογραφιών. Τα αρχεία της Nelly's, της Βούλας Παπαϊωάννου και του Δημήτρη Χαρισιάδη, σημαντικών εκπροσώπων της ελληνικής φωτογραφίας, πυροδότησαν την επανεξέταση των κριτηρίων αξιολόγησης του υλικού. Πέρα από τη μαρτυρία της φωτογραφικής εικόνας, η προσοχή όφειλε να στραφεί στους ίδιους τους δημιουργούς, την ιδιαιτερότητα της προσωπικής τους γραφής, τη συνεισφορά τους στην εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας, τη συμπόρευση ή την αποστασιοποίησή τους από τα διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα. Παράλληλα με την προσεκτική φύλαξη των ιστορικών φωτογραφικών αρχείων και τη χρονοβόρα διαδικασία της τεκμηρίωσής τους, προέβαλε το χρέος της παρουσίασης των ελλήνων φωτογράφων με τη διοργάνωση εκθέσεων και την έκδοση λευκωμάτων, κάτω από την εποπτεία των επιμελητών του Aρχείου ή εξωτερικών συνεργατών.

Την τελευταία δεκαετία (1990-2000), καθώς το Μουσείο ήταν κλειστό λόγω των οικοδομικών και επανεκθετικών του εργασιών, το Φωτογραφικό Αρχείο ασφυκτιούσε σε έναν περιορισμένο χώρο. Ωστόσο, δεν έπαψε να καλλιεργεί τη γόνιμη επικοινωνία με πολιτιστικά ιδρύματα και φορείς, να εκπροσωπεί την Ελλάδα σε διεθνείς διοργανώσεις και να εμπλουτίζει τις συλλογές του.

Στο πλαίσιο του αποκεντρωτικού συστήματος, σύμφωνα με το οποίο αρθρώθηκε και επαναλειτούργησε ο νέος μουσειακός οργανισμός τον Ιούνιο του 2000, θεωρήθηκε επιβεβλημένη η μεταστέγαση του Αρχείου σε ανεξάρτητο ακίνητο (πλατεία Φιλικής Εταιρείας 15), όπου μετά τις ενδεδειγμένες επεμβάσεις και την εξασφάλιση σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού διαμορφώθηκε κατάλληλος χώρος φύλαξης του πρωτότυπου υλικού, εργαστήριο συντήρησης φωτογραφιών και αρνητικών, σκοτεινός θάλαμος, βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο για την εξυπηρέτηση των μελετητών.

Οι προϋποθέσεις ήταν πλέον κατάλληλες, ώστε να γίνουν βήματα προς νέες κατευθύνσεις και να τεθούν σε εφαρμογή ευρύτερα προγράμματα. Η σκέψη για το «άνοιγμα» στη σύγχρονη φωτογραφία, μέσα από θεματικές ενότητες που εντάσσονται στο πολιτιστικό όραμα του Μουσείου, είχε πλέον ωριμάσει. Η τολμηρή απόφαση της ανάθεσης έργου σε νέους φωτογράφους θα καταργούσε τα ήδη διαβλητά όρια ανάμεσα στην ιστορική και τη σύγχρονη φωτογραφική δημιουργία, ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Ακόμη, θα ακύρωνε και τον αμφίβολο διαχωρισμό ανάμεσα στην καλλιτεχνική και την καταγραφική φωτογραφία -το οποίο στην πράξη, άλλωστε, είχε ήδη συμβεί με το έργο των παλαιότερων φωτογράφων-, εφόσον ο κάθε δημιουργός θα είχε τη δυνατότητα να ανιχνεύσει ελεύθερα ένα δεδομένο θέμα και να το αποδώσει με την προσωπική του γραφή.

Το όφελος εξάλλου από το εγχείρημα αυτό είναι αμφίπλευρο: οι νέοι φωτογράφοι έχουν το κίνητρο να εργαστούν δημιουργικά και την ικανοποίηση της παρουσίασης του έργου τους σε ένα σημαντικό πολιτιστικό ίδρυμα της χώρας, ενώ το Φωτογραφικό Αρχείο αποκτά ένα αξιόλογο υλικό το οποίο εικονογραφεί ένα θέμα με -έτσι κι αλλιώς- ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εκπροσωπεί τις σύγχρονες τάσεις της ελληνικής φωτογραφίας.H φωτογράφηση της Αθήνας στο τέλος του 20ού αιώνα προτάθηκε στους νέους φωτογράφους, επειδή ο αστικός χώρος μιας σύγχρονης μεγαλούπολης μεταβάλλεται συνεχώς, αλλά και επειδή το αθηναϊκό τοπίο ήταν φωτογραφικά ανεκμετάλλευτο. Η Αθήνα δεν αγαπήθηκε από το φακό, μολονότι προσέλκυσε τους πρωτεργάτες της νέας τέχνης από τον πρώτο χρόνο της εφεύρεσής της.

Οι πρώτοι ξένοι περιηγητές-φωτογράφοι έφταναν στην Αθήνα μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι για να ανέβουν στην Ακρόπολη και να φωτογραφίσουν τα μνημεία της, όπως εξάλλου και οι πρώτοι έλληνες συνάδελφοί τους. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα

στα αρχαία μνημεία προστέθηκε και το επίσημο πρόσωπο της πρωτεύουσας: οι δύο κεντρικές πλατείες, Σύνταγμα και Ομόνοια, οι κεντρικές αρτηρίες και κυρίως η Αθηναϊκή Τριλογία. Εξαίρεση αποτελούν οι φωτογραφίες του Fred Boissonnas, που αποτύπωσε δειγματοληπτικά τη ζωή της πόλης, και της Νelly's, η οποία, με την καθοδήγηση του αθηναιογράφου Δημητρίου Καμπούρογλου, φωτογράφισε τον ιστορικό της ιστό, υπακούοντας στις τάσεις του πικτοριαλισμού και με εμφανές το αίσθημα της νοσταλγίας. Αργότερα, οι φωτογράφοι των μεταπολεμικών δεκαετιών (Σπύρος Μελετζής, Κώστας Μπαλάφας, Βούλα Παπαϊωάννου, Δημήτρης Χαρισιάδης) στράφηκαν κυρίως στην ύπαιθρο και τη ζωή των αγροτών, ακολουθώντας την τάση επιστροφής στην αγνότητα της φύσης που επικράτησε μετά τη λαίλαπα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Από τις νύξεις της ζωής στην πόλη που υπάρχουν στο έργο της Παπαϊωάννου και τις δειλές απόπειρες του Χαρισιάδη να δώσει το στίγμα της Αθήνας του '50, χρειάστηκε να φτάσουμε μέχρι τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. για να απασχολήσει τους έλληνες φωτογράφους η ερμηνεία του αστικού τοπίου.

Στην πρόταση αυτή του Μουσείου Μπενάκη ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό ο καλός φίλος Πλάτων Ριβέλλης, γνωστός στον φωτογραφικό χώρο για το καλλιτεχνικό, συγγραφικό και διδακτικό του έργο. Με τη γνώση και την πείρα του συνεργάστηκε εποικοδομητικά με τους νέους φωτογράφους που έσπευσαν να δώσουν τη δική τους εκδοχή για το χώρο που βιώνουν.

Η συγκομιδή των εικόνων τους προσφέρει όψεις και απόψεις της πολύμορφης Αθήνας , αφήνοντας περιθώρια για πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις, και καλώντας μας να παρατηρήσουμε αυτό που καθημερινά προσπερνάμε.

Φανή Κωνσταντίνου

Υπεύθυνη Φωτογραφικού Αρχείου

Μουσείου Μπενάκη

"Κύπρος - Έξι φωτογραφικές διαδρομές"

Σε συνεργασία με τη

Διεύθυνση Πολιτιστικών Υπηρεσιών τής Κύπρου

Λέυκωμα-συλλογή φωτογραφιών έξι φωτογράφων

 

1η έκδοση, 1998

Σελίδες 125

Διαστάσεις 24Χ33

Κύπρος-Έξι φωτογραφικές διαδρομές
Πρόλογος

Έξι προσεγγίσεις μέσα από έξι καθρέφτες

Για μένα τον «Ελλαδίτη», τον "Καλαμαρά" (ονόματα με τα οποία οι Κύπριοι προσδιορίζουν τους εξ Ελλάδος Έλληνες) η Κύπρος ήταν πάντοτε παρούσα, αλλά ουσιαστικά άγνωστη. Οι παιδικές μου αναμνήσεις περιλαμβάνουν έναν αιματοβαμμένο χάρτη της με μια φτερωτή Ελλάδα να υπερίπταται, που φιλοτέχνησα γύρω στα οχτώ μου χρόνια, το 1953, καθώς και - δύο χρόνια αργότερα - ένα αντιβρετανικό άρθρο μου στην μαθητική μας εφημερίδα. Θυμάμαι ακόμα τη δασκάλα των αγγλικών να μας λέει ότι "από δω και μπρος θα μαθαίνουμε αμερικάνικα και όχι αγγλικά», καθώς και έναν γείτονά μας στην εξοχή, που είχε ειρωνικά βαφτίσει τον σκύλο του «Χάρτινγκ», από το όνομα τού Βρετανού κυβερνήτη. Λίγα χρόνια αργότερα ανεβασμένος στην ταράτσα τού σπιτιού μας στη λεωφόρο Αμαλίας έβλεπα τη θριαμβευτική πομπή που συνόδευε τον τροπαιούχο Διγενή να κατευθύνεται προς την πλατεία Συντάγματος. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι παιδικές αναμνήσεις έδωσαν τις θέσεις τους σε πολιτικές αναλύσεις, έτσι ώστε κάθε αναφορά στην Κύπρο να γίνεται για να τονιστεί ο βαθμός επιρροής της πάνω στην ελληνική πολιτική ζωή ή το γεγονός ότι κάθε προτεινόμενη νέα λύση ήταν μάλλον χειρότερη από κάθε απορριφθείσα προηγούμενη. Οι γνώσεις μου επομένως ήταν ανύπαρκτες σχετικά με το νησί και τους κατοίκους του, αλλά και εξαιρετικά πλημμελείς σχετικά με το κυπριακό ζήτημα. Άλλωστε, αυτό πρέπει να συμβαίνει με τη μεγαλύτερη μερίδα τού ελληνικού λαού.

Όταν έφτασε στον «Φωτογραφικό Κύκλο» η πρόσκληση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών για να φωτογραφίσω στην Κύπρο μαζί με την Αθηνά Καραμαγκιώλη και τον Μιχάλη Πολιτόπουλο, η σύντομη έκπληξή μου μετατράπηκε αμέσως σε χαρά και περιέργεια. Κι αυτό όχι μόνον γιατί θα είχα άλλο ένα κίνητρο για να κάνω φωτογραφίες, αλλά και γιατί θα μού δινόταν η ευκαιρία να αποκτήσω μια προσωπική εικόνα για την Κύπρο και τους ανθρώπους της, πέρα από τα χαρτιά, τους στρατηγικούς σχεδιασμούς και τις πολιτικές συζητήσεις. Η πρόσκληση μάλιστα είχε την τόλμη να μάς δώσει απόλυτη ελευθερία στην επιλογή και στον χειρισμό τών φωτογραφικών μας θεμάτων. Επιθυμία όλων ήταν οι φωτογραφίες που θα προέκυπταν να μην παρέπεμπαν σε σχηματοποιήσεις και τυποποιήσεις, αλλά να απέδιδαν την αμεσότητα διαφορετικών καλλιτεχνικών βλεμμάτων. Βλεμμάτων μάλιστα που θα συμπληρώνονταν με αντίστοιχες φωτογραφικές απόψεις τριών Κυπρίων φωτογράφων, τών Αντρέα Βασιλείου, Αχιλλέα Κεντώνη και Μενέλαου Πήττα.

Είναι αλήθεια ότι το ακανθώδες κυπριακό ζήτημα, με την εμπλοκή που προκαλεί στη διεθνή πολιτική σκηνή και τη συγκίνηση που προξενεί στον επισκέπτη, σκιάζει κάθε άλλη απόπειρα προσέγγισης τής Κύπρου και τών Κυπρίων, με εξαίρεση βέβαια την ωραιοποιημένη τουριστική εικόνα. Ανάμεσα όμως στην «Αφροδίτη» και στον «Αττίλα» υπάρχει μια άλλη Κύπρος. Αυτή που κάνει τον λαό της να περνάει μέσα στους αιώνες αψηφώντας κατακτητές και τουρίστες, με αγάπη για τη ζωή, για το νησί του, για τους ανθρώπους και με την αίσθηση τής διάρκειας και τού χρόνου.

Την άνοιξη τού 1997, οι τρεις «Ελλαδίτες» φωτογράφοι περιηγηθήκαμε το νησί και φωτογραφίσαμε επί ένα δεκαήμερο. Οι επιλογές μας στηρίχτηκαν στις θεματικές εμμονές τού καθενός μας, όπως είχαν εκδηλωθεί σε προηγούμενες φωτογραφικές δουλειές μας, και στις μορφικές φωτογραφικές αντιλήψεις μας, όπως είχαν εξελιχθεί μέχρι την εποχή αυτή. Η δουλειά που προέκυψε είναι το αποτέλεσμα τής συνάντησης αυτών των επιλογών με την έκπληξη τής πρώτης επαφής μας με την Κύπρο. Χωρίς αναφορές ή προκατασκευασμένες εικόνες από το παρελθόν και χωρίς μηνύματα, ή ιδεοπληξίες σχετικά με το μέλλον. Οι πέτρες, τα σύννεφα, οι διαβάτες, οι δρόμοι, οι σκιές και τα αντικείμενα εντάχθηκαν στο έργο τού καθενός από εμάς, για να συνθέσουν το ίχνος μιας πολύτιμης, αν και σύντομης, συνάντησης. Οι εικονιζόμενες λεπτομέρειες αποτελούν αφετηρίες μιας αφαιρετικής διαδρομής που διανύουν τόσο ο δημιουργός όσο και ο θεατής. Οι φωτογραφίες χρησιμοποιούν το ελάχιστο τού χρόνου και τού χώρου για να παραπέμψουν, όχι να απεικονίσουν.

Η φωτογράφηση αυτή, που ήταν περισσότερο μια φωτογράφηση στην Κύπρο παρά μια φωτογράφηση τής Κύπρου, μάς έκανε βέβαια να γνωρίσουμε και να θαυμάσουμε το φυσικό κυπριακό τοπίο, αλλά αυτό δεν μας εξέπληξε. Το φυσικό τοπίο μάς ήταν οικείο και γνώριμο. Η Μεσόγειος είναι ο κοινός μας χώρος. Εκείνο, αντίθετα, που πιστεύω ότι προκαλεί την προσοχή τού «Ελλαδίτη» ταξιδιώτη, είναι το αστικό τοπίο και οι κάτοικοί του, που τού αφήνουν μια παράξενη και αντιφατική αίσθηση γνώριμου και άγνωστου. Η ανάμιξη πολιτισμών και εθίμων, μέσα από την ιδιόρρυθμη και προβληματική θέση τής Κύπρου στην ιστορία και στη γεωγραφία, αντανακλάται στους τρόπους και στις συνήθειες των κατοίκων, αλλά και στην οργάνωση τής ζωής των πόλεών τους. Για όποιον γοητεύεται από τα ανάμικτα στοιχεία των πολιτισμικών συναντήσεων και τρέμει τις ονομαζόμενες καθαρές ταυτότητες, η Κύπρος αποτελεί χαρισματικό και ιδανικό δείγμα. Σε κανένα άλλο μέρος δεν νοιώθει κανείς τόσο έντονα τη συνάντηση τής Ευρώπης με την Ανατολή μέσα από την ταυτότητα ενός γνήσιου και ξεχασμένου οικουμενικού ελληνισμού. Μιας Ανατολής ζυμωμένης στις συνήθειες και στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, μιας Ευρώπης αρμονικά αφομοιωμένης στην οργάνωση τής καθημερινής ζωής και συμπεριφοράς και μιας ελληνικότητας που διατηρείται όσο πουθενά στη γλώσσα και στις παραδόσεις με φυσικότητα, αίσθηση χρόνου και απουσία φανατισμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα όφειλε να αναγάγει την περίπτωση τής Κύπρου σε παράδειγμα προς μίμηση.

Οι Κύπριοι συνάδελφοί μας κινήθηκαν με περισσότερες συναισθηματικές αναφορές, λιγότερες φωτογραφικές εμμονές και μεγαλύτερη χρονική άνεση. Είναι ενδιαφέρον όμως ότι και στο έργο τους παρατηρείται η επιθυμία να τονιστεί η προσωπική γραφή και η συνθετική λεπτομέρεια σε βάρος μιας εδραιωμένης προσέγγισης, που ευνοεί την κυριαρχία τού θεματικού γεγονότος και τής γλαφυρής απόδοσής του.

Το συνολικό αποτέλεσμα είναι μια συλλογή εικόνων από τη ζωή και τα τοπία τής Κύπρου, που συνιστά όμως μια πρόκληση: Tίποτα δεν μπορεί να αποδώσει την «αντικειμενική» αλήθεια καλύτερα από μια άκρατη «υποκειμενικότητα». Και τίποτα δεν μπορεί να πλησιάσει περισσότερο τη «συνολική» αλήθεια από μια «πολυπρισματική» εκδοχή της. Και η φωτογραφία, η πίστη στην αλήθεια τής οποίας έχει δικαίως και ευτυχώς αμετάκλητα κλονιστεί, αποτελεί το ιδανικό εργαλείο γι' αυτήν την περιπλάνηση ανάμεσα στο αληθοφανές και στο προσωπικό. Τα έξι βλέμματα πάνω στην Κύπρο είναι ταυτόχρονα έξι βλέμματα που στρέφουν οι φωτογράφοι επάνω τους. Και γι' αυτό δεν μπορεί να αντανακλούν τίποτα περισσότερο από όσα αντικρίζουν μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη τού εαυτού τους. Αυτά όμως τα μικρά υποκειμενικά πρίσματα είναι ικανά να συνθέσουν, όλα μαζί, την αίσθηση (ή ψευδαίσθηση) τής αλήθειας. Κι αυτό είναι ήδη πολύ.

Πλάτων Ριβέλλης

Κατάλογος έκθεσης

"Δέκα χρόνια Κύκλος"

Σπίτι τής Κύπρου, 1998

Σελίδες 80

Διαστάσεις 19Χ19

Πρόλογος

Από τον Πλάτωνα Ριβέλλη

Δέκα χρόνια «Κύκλος»

 

Όταν πριν από δεκαπέντε χρόνια εγκατέλειψα την άσκηση τής δικηγορίας και άρχισα να ασχολούμαι σοβαρά και αποκλειστικά με τη φωτογραφία, δεν μπορούσα να φανταστώ τη συνέχεια, ούτε σαν περιεχόμενο ούτε σαν ταχύτητα εξελίξεων. Μέσα στα πέντε επόμενα χρόνια, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις μου και τις ικανότητές μου ως φωτογράφου, εκδότη, καταστηματάρχη, συγγραφέα και δασκάλου, κατέληξα οτι το πιο ενδιαφέρον και το πιο σημαντικό από όσα με είχαν απασχολήσει στον νέο χώρο ενδιαφερόντων μου ήταν η διδασκαλία τής φωτογραφίας. Όλα τα υπόλοιπα, αν και όχι αμελητέα, λειτουργούσαν περισσότερο σαν πλαίσιο και ενίσχυση αυτής. Μόνο που η δουλειά ενός δασκάλου καλλιτεχνικής φωτογραφίας, που ήταν το περιεχόμενο τού μαθήματός μου, αφού αυτό μόνο με ενδιέφερε και αυτό μόνο γνώριζα, δεν μπορούσε να τελειώνει στην παρουσίαση γενικών αρχών, ούτε αποκλειστική μου ικανοποίηση μπορούσε να είναι ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός τών εναλλασσόμενων μαθητών.

Κάνοντας τότε μια μικρή ανασκόπηση διαπίστωσα με παράπονο ότι οι περισσότεροι από τους μαθητές μου τών περασμένων χρόνων, ακόμα και εκείνοι τους οποίους θεωρούσα πολύ ικανούς, είχαν απομακρυνθεί από τη φωτογραφία. Σκέφτηκα επομένως ότι αυτό που χρειάζεται ο νέος φωτογράφος (νέος στη φωτογραφία, όχι αναγκαστικά στην ηλικία) είναι μια συμπαράσταση. Η φωτογραφία είναι εύκολη και όχι απρόσιτη για τον κόσμο. Γι αυτό όμως γίνεται ιδιαίτερα άχαρη, ή και σκληρή ακόμα, όταν κάποιος ανακαλύψει τις δυσκολίες της και όταν μάλιστα ο περίγυρός του αδυνατεί πλέον να τον παρακολουθήσει.

Τι όμως είναι αυτό που απαιτείται για τη συμπαράσταση σε έναν νέο καλλιτέχνη τής φωτογραφίας; Και εδώ πρέπει να σημειώσω ότι η λέξη «καλλιτέχνης» δεν χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην ποιότητα, αλλά στην σοβαρότητα με την οποία κάποιος αντιμετωπίζει τη φωτογραφία. Από την προσωπική μου πείρα ως δασκάλου και φωτογράφου είχα καταλάβει ότι υπάρχουν παράγοντες υλικοί και ηθικοί που θα ήταν, όχι βέβαια απαραίτητοι για τη στήριξη ενός φωτογράφου, αλλά πάντως χρήσιμοι. Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγεται ένας καλά οργανωμένος θάλαμος (πράγμα σχετικά προσιτό για τους περισσότερους) και μια πλήρης και άριστα ενημερωμένη βιβλιοθήκη (πράγμα σχεδόν απρόσιτο για έναν άνθρωπο μόνο του). Οι δικές μου γνώσεις στηρίχτηκαν κυρίως στα βιβλία. Από αυτά έμαθα και μαθαίνω φωτογραφία και μάλιστα, όπως είναι νομίζω φυσικό, λιγότερο διαβάζοντας και περισσότερο βλέποντας. Στη δεύτερη κατηγορία υπάγεται κυρίως η ανάγκη διαρκούς κριτικής και συζήτησης γύρω από τη φωτογραφία, μέσα βέβαια στο πλαίσιο ενός αποδεκτού στόχου και διαλόγου. Υπάγεται επίσης η ανάγκη για τη δημιουργία κινήτρων, που θα δώσουν την ευκαιρία στον δημιουργό να ξεπεράσει τις καλλιτεχνικές αναστολές του μέσα από την επιθυμία του να υπηρετήσει τον συγκεκριμένο κάθε φορά στόχο.

Αυτά όμως τα καθαρώς φωτογραφικά ελατήρια, αν και αρκετά για να με κάνουν να αποφασίσω την ίδρυση ενός ειδικευμένου χώρου, ενισχύθηκαν από άλλες δύο διαπιστώσεις: αφενός την ανάγκη που έχουν (μερικοί, όχι όλοι) να μην νιώθουν μόνοι με τις καλλιτεχνικές τους σκέψεις και ανησυχίες, που δεν μετρούν με την ίδια βαρύτητα για τον υπόλοιπο κόσμο, και αφετέρου τη σημασία που έχει στη σημερινή κοινωνία η ύπαρξη μικρών πυρήνων συγκέντρωσης ανθρώπων με κοινές ιδέες και ελπίδες, που δεν είναι αναγκαστικά αυτές που προβάλλονται από το σύνολο τής κοινωνίας. Οι μικροί αυτοί πόλοι υγιούς, θα έλεγα, αντίστασης στην ισοπέδωση που επιφέρουν οι άνωθεν και έξωθεν επιβαλλόμενοι ως αυτονόητοι και μοναδικοί στόχοι, με την συνήθως μονοσήμαντη και ωφελιμιστική τους διάσταση, αποτελούν σχεδόν την μόνη δυνατή και αποτελεσματική πολιτική πράξη.

Οι σκέψεις αυτές οδήγησαν, την άνοιξη τού 1988, στη σύσταση ενός Σωματείου ύστερα από πρωτοβουλία δική μου και σε συνεργασία με μερικούς μαθητές μου, με έδρα το ισόγειο τής οδού Τσακάλωφ 44 και επωνυμία «Φωτογραφικός Κύκλος». Η λέξη «Φωτοχώρος», τής οποίας η πατρότητα οφείλεται από το 1984 στον φίλο μου Χρίστο Ζουράρι και την οποία είχαμε χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά βαφτίζοντας το κατάστημα φωτογραφικών ειδών που λειτούργησε στην ίδια διεύθυνση από το 1984 μέχρι το 1990, δεν προτιμήθηκε, επειδή δεν θέλαμε να δημιουργηθεί σύγχυση ανάμεσα στο τότε γνωστό εμπορικό μαγαζί μας και στο νεότευκτο σωματείο. Άλλωστε, η λέξη «Κύκλος» συμβόλιζε και την έννοια τής παρέας, έννοια που θέλαμε να τονίσουμε, πέραν τού ότι παρέπεμπε και στον «φαύλο» γεννώντας ποικίλους συνειρμούς. Όσο για το όνομα Quark, που προέκυψε από τις επιστημονικο-καλλιτεχνικές συζητήσεις μου με τον Γιώργο Γραμματικάκη κατά τη δεκαετία τού '70 και που χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος τής αίθουσας στην οδόν Αραχώβης 22, όπου παρέδιδα τα σεμινάριά μου από το 1981 μέχρι το 1988, έπρεπε να εγκαταλειφθεί ως δυσνόητο, ξενόγλωσσο, αλλά και για να τονισθεί η αλλαγή πλεύσης με την ίδρυση τού «Κύκλου».

Ο αρχικός ενθουσιασμός μάς παρέσυρε, όπως ήταν φυσικό, σε μερικά σφάλματα, κυριότερο τών οποίων ήταν η επιθυμία μας να μετρούμε την επιτυχία τού «Κύκλου» με την αύξηση τών μελών του. Σιγά-σιγά όμως καταλάβαμε ότι το σημαντικό είναι μια κοινή γλώσσα, ένα κοινό ήθος και ενδεχομένως μια κοινή άποψη, που θα συνδέουν τα μέλη μεταξύ τους, μια και δεν μπορεί να αναπτυχθεί, από τη φύση τών σκοπών τού Σωματείου, ένας δεσμός πάνω σε μετρήσιμα κοινά υλικά συμφέροντα. Αυτό έγινε εν τέλει δυνατό και οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα περισσότερα μέλη τού «Κύκλου» ξεκινούν τη συμμετοχή τους σ' αυτόν από ένα τετράμηνο βασικό σεμινάριο εισαγωγής στην καλλιτεχνική φωτογραφία, που παραδίδω ο ίδιος. Αυτό, αν δεν εξασφαλίζει κοινές απόψεις, διευκολύνει πάντως την αμοιβαία κατανόηση και τη χρήση κοινής διαλέκτου, έστω και για να οροθετήσουμε τις διαφωνίες μας. Θεωρώ πάντως άδικο και αυθαίρετο να χαρακτηρίζονται όλα τα μέλη τού «Κύκλου» δια παντός μαθητές μου, μόνο και μόνο επειδή κάποτε υπέστησαν τη διδασκαλία μου επί ένα τετράμηνο μέσα σε δέκα χρόνια, όπως επίσης να θεωρείται ο «Κύκλος» σχολείο ή συνάθροιση μαθητών. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στο διάστημα τών τελευταίων δεκαεπτά χρόνων δίδαξα στο πλαίσιο τών σεμιναρίων μου σε σχολεία, Πανεπιστήμια και ιδιωτικά τμήματα μερικές χιλιάδες μαθητών, ενώ τα μέλη τού «Κύκλου» σήμερα δεν ξεπερνούν τα διακόσια τριάντα.

Αυτό τελικά που πρότεινε ο «Κύκλος» ήταν μια ιδιότυπη σύνθεση δραστηριοτήτων και προσφορών, τέτοια που δυσκολεύει τον ακριβή χαρακτηρισμό του. Σεμινάρια, συναντήσεις, διαλέξεις, προβολές, βιβλιοθήκη, σκοτεινός θάλαμος, εκδόσεις και εκθέσεις. Αρχικά πίστεψα ότι πολλοί φωτογράφοι και δάσκαλοι θα γινόντουσαν μέλη, έστω (και δεν είναι λίγο) για τη χρήση τής σημαντικής βιβλιοθήκης και για την περιέργεια να παρακολουθούν τη δουλειά πολλών νέων φωτογράφων. Η ελπίδα μου αυτή διαψεύστηκε, με αρκετή έκπληξή μου είναι αλήθεια, αλλά πιθανόν αυτό να ήταν τελικά πιο σωστό και πιο ωφέλιμο. Άλλωστε ο «Κύκλος» έπρεπε κατά την άποψή μου να έχει τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης παρέας. Σήμερα μπορώ να πω ότι υπάρχει μεγάλη συγγένεια και συνάφεια μεταξύ τών μελών και γι' αυτό ο «Κύκλος» έχει «χαρακτήρα» και «κατεύθυνση». Για πολλούς «εξωκυκλικούς» το γεγονός αυτό είναι αρνητικό και το εκλαμβάνουν ως ομοιομορφία ή, ακόμα χειρότερα, ως ισοπέδωση. Έχω συχνά φέρει σαν παράδειγμα την πολιτική τής καθολικής εκκλησίας σε σχέση με τα μοναχικά τάγματα. Εκεί όλοι υπηρετούν τον Θεό, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι ο χαρακτήρας και οι πεποιθήσεις ενός φραγκισκανού, ενός ιησουίτη και ενός τραπιστή μπορούν εύκολα να συνυπάρξουν και να αποδώσουν έργο κάτω από την ίδια στέγη. Για τον λόγο αυτόν υπάρχουν και αναπτύσσονται πολλές απόψεις σε διαφορετικές ομάδες, η καθεμιά από τις οποίες εργάζεται αρμονικά, επειδή τα μέλη που την συναπαρτίζουν συμφωνούν σε έναν βασικό αριθμό κοινώς αποδεκτών μεθόδων και αντιλήψεων.

Είναι όμως γεγονός ότι οι Έλληνες δεν είμαστε εξοικειωμένοι με την έννοια τής λέσχης, τής ομάδας που υπάρχει λόγω γενικών επιλογών και όχι συμφερόντων. Πολύ ευκολότερα ένας Έλληνας θα αντιλαμβανόταν την ανάγκη μιας συνδικαλιστικής ή αθλητικής ομάδας, ή την ύπαρξη ενός κόμματος, όπου ο ορατός κοινός σκοπός θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες για την ύπαρξή τους ισορροπίες, και πολύ δύσκολα την ανάγκη για μια ομάδα, τής οποίας η ύπαρξη θα ήταν και ο τελικός σκοπός. Ο «Κύκλος» δηλαδή δεν υπάρχει για να εκπληρώσει ένα έργο επί τής γης ή για να εξασφαλίσει την ευημερία τών μελών του, τα οποία θεωρητικώς θα μπορούσαν και από μόνα τους να κάνουν ό,τι κάνουν εντός «Κύκλου». Υπάρχει γιατί υπόσχεται και εξασφαλίζει στα μέλη του κάτι που είναι αναγκαίο μόνον στον βαθμό που κάποιος αισθάνεται την έλλειψή του: Μια κοινή ποιότητα, μια συντροφικότητα, μιαν ανταλλαγή, μιαν αλληλοεκτίμηση και αλληλοσυμπάθεια. Αυτά για μερικούς διευκολύνουν το έδαφος τής δημιουργίας και γι' αυτό τα αποζητούν, ιδιαιτέρως μάλιστα στην εποχή μας, όπου επικρατεί μια γενική σύγχυση κάτω από έναν ασφυκτικό μανδύα ωφελιμισμού και αποτελεσματικότητας. Όταν ως καλλιτέχνης πρεσβεύεις τη γοητεία τού άχρηστου, έχεις συνήθως την επιθυμία να βρεις και άλλους για να την μοιραστείς. Η εποχή μας βέβαια δεν έχει ανάγκη καλλιτεχνικών ομάδων που προσπαθούν να επιβάλλουν με μαχητικό τρόπο καλλιτεχνικές απόψεις δήθεν αλάνθαστες, όπως συνέβη στον μεσοπόλεμο με πολλά γνωστά και σημαντικά κινήματα. Οτιδήποτε όμως δίνει απάντηση στην απομόνωση και στον ατομικό ανταγωνισμό είναι αναγκαίο και ευπρόσδεκτο. Και ο «Κύκλος» καλύπτει εν μέρει αυτήν την ανάγκη.

Τα χαρακτηριστικά, ή, αν προτιμάτε, το «προφίλ», τών μελών τού «Κύκλου» άρχισαν με τον καιρό να διαμορφώνονται μέσα από το είδος τής φωτογραφίας τους και από τον τρόπο τής καλλιτεχνικής συμπεριφοράς τους. Αυτό δεν έγινε με κάποια αυταρχική απόφαση, αλλά σταδιακά μέσα από τις συζητήσεις και τις έσωθεν επιλογές. Δεν υπάρχει δηλαδή μια εκ τών προτέρων επιλογή μελών βάσει κριτηρίων. Οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει μέλος τού «Κύκλου», αρκεί να το επιθυμεί και να καταβάλει την ετήσια εισφορά. Μόνο που αφού βρεθεί μέσα στον «Κύκλο», αν διαπιστώσει ότι η φωτογραφία που ο ίδιος κάνει δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τών υπολοίπων (η γνώμη τών οποίων εκφράζεται μέσα από οργανωμένες ή τυχαίες συναντήσεις), ή ότι ο ίδιος δεν εκτιμά το έργο τών άλλων, είναι λογικό και αναμενόμενο να αποχωρήσει. Πράγματι, μελετώντας τον κατάλογο τών πρώην μελών τού «Κύκλου» διαπίστωσα τρεις κατηγορίες αποχωρησάντων. Την πρώτη και μεγαλύτερη απαρτίζουν όσοι ήρθαν, χάρηκαν, συμφώνησαν, αλλά εγκατέλειψαν τη «μαχόμενη» καλλιτεχνική φωτογραφία. Γι αυτούς ο «Κύκλος» υπήρξε μια χρήσιμη και ευχάριστη παρένθεση, χωρίς από κει και πέρα να μπορεί να τους προσφέρει κάτι περισσότερο, μια και έπαψαν να ασχολούνται σοβαρά με τη φωτογραφία. Η δεύτερη αριθμεί πολύ λιγότερους. Πρόκειται για εκείνους που οδηγήθηκαν σε ένα είδος φωτογραφίας πολύ μακριά από την αισθητική άποψη τού «Κύκλου». Και η τρίτη, και χαρακτηριστικά πιο ενδιαφέρουσα, περιλαμβάνει επίσης λίγους, εκείνους που πέτυχαν κάπως σε έναν χώρο εφαρμοσμένης εμπορικής φωτογραφίας. Εννοώ φυσικά κυρίως τον χώρο τών περιοδικών, όπου και η πρόσβαση είναι ευκολότερη και η φωτογραφία πλησιέστερη (στην εξωτερική της μόνον μορφή) με το μεγαλύτερο μέρος τής φωτογραφίας, που έβλεπαν και έκαναν στον «Κύκλο». Δεν πρόκειται φυσικά για όλους τους «επαγγελματίες», αρκετοί από τους οποίους παραμένουν στον «Κύκλο» χάριν τής προσωπικής τους δουλειάς, αλλά για εκείνους για τους οποίους- τουλάχιστον έτσι υποθέτω - η επαγγελματική επιτυχία στάθηκε ηθικά πιο σημαντική και τους απορρόφησε τον χρόνο, αλλά και την αντοχή να υποβάλουν σε συνεχή κρίση και αμφισβήτηση τη δουλειά τους. Δεν πρέπει βέβαια να παραλείψω μιαν αυτονόητη τέταρτη κατηγορία μελών, που, χωρίς να εμπίπτουν σε καμιά από τις προηγούμενες, αποχώρησαν, είτε λόγω προσωπικών διαφωνιών είτε λόγω αδυναμίας τους να λειτουργήσουν σε πολυπληθείς παρέες.

Η φιλοσοφία τού «Κύκλου» και ο κορμός τών απόψεών του διαμορφώθηκε πρωτίστως από μένα που υπήρξα και ο ιδρυτής και ο δάσκαλος, και ο γηραιότερος όλων τών υπολοίπων, αλλά επηρεάστηκε σημαντικά από όλα τα μέλη, τα οποία επέδρασαν σταδιακά και στις επιλογές και πάνω στις δικές μου ιδέες. Πιστεύω ότι οι μεγαλύτεροι μου δάσκαλοι, πέρα φυσικά από τα βιβλία, υπήρξαν οι μαθητές μου. Και νομίζω ότι τόσο οι απόψεις μου, όσο και η διδασκαλία μου, υπέστησαν πολλές διορθώσεις πορείας τα τελευταία χρόνια. Θα ήταν βέβαια παράλογο να συμβεί το ίδιο και με τις βασικές κατευθύνσεις, αφού αυτές στηρίζονται σε γενικότερες αισθητικές και ηθικές απόψεις, που ούτε εύκολα, ούτε σε ώριμη ηλικία μπορούν να αλλάξουν, τουλάχιστον χωρίς να συμπαρασύρουν και άλλα ζωτικά στηρίγματα. Ένα σκιαγράφημα τών απόψεων αυτών αποτέλεσε περιεχόμενο ενός μικρού μανιφέστου που δημοσιεύσαμε πριν από δύο χρόνια, για να δείξουμε ότι ο «Κύκλος» έχει κάποιες αρχές και δεν αποτελεί συνονθύλευμα διαφορών, αλλά και για να τονίσουμε ότι οι αρχές αυτές είναι πολύ γενικές και όχι αμετακίνητες. Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι τα περισσότερα μέλη τις ασπάζονται.

Οι δραστηριότητες τού «Κύκλου» κινούνται γύρω από τη φιλοσοφία του. Το βασικό σεμινάριο αποτελεί την εισαγωγή, τη βάση, από την οποία ξεκινάει η εκμετάλλευση τών δυνατοτήτων που προσφέρει ο «Κύκλος». Μετά από αυτό μπορεί κανείς να εκτιμήσει και να αξιοποιήσει καλύτερα τη βιβλιοθήκη του. Μια βιβλιοθήκη που αριθμεί περί τα τρεις χιλιάδες φωτογραφικά βιβλία και που ενημερώνεται συνεχώς με τα περισσότερα βιβλία που κυκλοφορούν διεθνώς, με ένα πολύ υψηλό ετήσιο κόστος ενημέρωσης. Από το σεμινάριο όμως ξεκινάει και η διαμόρφωση μιας γλώσσας συνεννόησης μεταξύ μας, την οποία χρησιμοποιούμε για την μετέπειτα κριτική και επικοινωνία. Το σεμινάριο αυτό ακολουθείται από περισσότερα και μικρότερα σε διάρκεια σεμινάρια, που έχουν ως στόχο τη διατήρηση και καλλιέργεια τών μελών στη φωτογραφική πρακτική, ενώ παράλληλα εξασφαλίζουν την ενημέρωσή τους σε νέες ιδέες και απόψεις. Τέτοια σεμινάρια είναι: Tο «σεμινάριο παλαιών» που γίνεται μια Παρασκευή κάθε μήνα, όπου συζητιούνται portfolios και παρουσιάζεται η δουλειά νέων αλλοδαπών φωτογράφων ή προσεγγίζονται νέα καλλιτεχνικά θέματα. Το «σεμινάριο τής Πάρου», όπου σε ατμόσφαιρα ευχάριστη αν και πιεστική, γίνεται καθημερινή φωτογράφιση και κριτική επί δεκατρείς ημέρες, με παράλληλη προβολή και συζήτηση ταινιών πάνω σε θέματα που σχετίζονται με διαφόρους καλλιτεχνικούς χώρους. Το «σεμινάριο τής Τοσκάνης», όπου επί δεκαπέντε μέρες επιδιώκεται, παράλληλα με την καθημερινή φωτογράφιση και κριτική, η καλλιέργεια και η έμπνευση που αυτοί οι φορτισμένοι από την Αναγέννηση χώροι μπορούν να προσφέρουν.

Μεγάλη υπήρξε και η ικανοποίησή μου βλέποντας πολλούς από τους πρώην μαθητές μου και μέλη τού «Κύκλου» να διδάσκουν και αυτοί με τη σειρά τους σε άλλα σεμινάρια και σχολές. Η Γκλόρυ Ροζάκη, ο Πάνος Κοκκινιάς, ο Χρήστος Κοψαχείλης, ο Νίκος Ανδρικόπουλος, ο Νίκος Δημολίτσας, ο Μιχάλης Πολιτόπουλος, η Δήμητρα Σταυροπούλου, ο Σταμάτης Λαγάνης, ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος, ο Σταμάτης Αρναούτης και σίγουρα αρκετοί ακόμα, τών οποίων τα ονόματα δεν μού έρχονται τώρα στο νου, βοηθούν με τη διδασκαλία τους να γίνει κατανοητή και αγαπητή η καλλιτεχνική φωτογραφία.

Πέραν όμως από τα σεμινάρια σημαντικότατο ρόλο στην επικοινωνία μέσα στον «Κύκλο» παίζουν οι «Πέμπτες», όταν δηλαδή κάθε βδομάδα συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός μελών για να δει και να συζητήσει τη δουλειά άλλων φωτογράφων-μελών ή και τρίτων ελλήνων ή αλλοδαπών προσκεκλημένων φωτογράφων. Τις μέρες αυτές έχουν μερικές φορές πραγματοποιηθεί και διαλέξεις πάνω σε διάφορα εκτός φωτογραφίας θέματα που είναι λογικό και σωστό να απασχολούν τους νέους καλλιτέχνες. Η επικοινωνία όμως και η ανταλλαγή απόψεων είναι συνεχής στον «Κύκλο», αφού εκεί στηρίζεται και η δικαίωση τής ύπαρξής του. Έτσι, στο καφενείο του ή στη βιβλιοθήκη του συνεχώς θα συναντήσει κανείς φωτογράφους να δείχνουν φωτογραφίες τους ο ένας στον άλλον και να συζητούν για διάφορες φωτογραφικές απόψεις τους.

Εκείνο βέβαια που όλοι γνωρίζουμε, αλλά που γίνεται οδυνηρά αντιληπτό από κάποιον που διδάσκει, είναι η έλλειψη μιας οποιασδήποτε καλλιτεχνικής καλλιέργειας και επαφής με το καλλιτεχνικό γεγονός (τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία τών περιπτώσεων) λόγω σχετικής αδυναμίας ή αδιαφορίας τού σχολικού ή οικογενειακού περιβάλλοντος. Την έλλειψη αυτή προσπαθούμε να καλύψουμε στον «Κύκλο» με οργάνωση σεμιναρίων και διαλέξεων που έχουν ως αντικείμενο την Ιστορία τής Τέχνης, τη Μουσική κ.α. ή και με την οργάνωση προβολών με ταινίες που έχουν για περιεχόμενο σημαντικά κινηματογραφικά ή μουσικά έργα και συνεντεύξεις ή παρουσιάσεις διασήμων καλλιτεχνών.

Ο εξοπλισμός τού «Κύκλου» προσπάθησε πάντοτε να υπηρετεί την άνεση και την ποιότητα. Εξίσου καλοί φωτογράφοι θα μπορούσαν να γεννηθούν χωρίς κλιματισμό ή μοκέτα. Εν τούτοις πιστεύουμε ότι η αναζήτηση τής ποιότητας είναι καλό να καλύπτει κάθε πλευρά και να σε προστατεύει έστω και από τον πειρασμό τής κυρίαρχης «μιζέριας». Τα καλά μηχανήματα εκτύπωσης και αντιγραφής και τα πιο σύγχρονα μηχανήματα για την προβολή ταινιών, φωτογραφιών ή αρνητικών κάνουν τους φωτογράφους-μέλη να σέβονται και να εκτιμούν περισσότερο τον χώρο τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα δέκα αυτά χρόνια δεν έχουμε να αναφέρουμε κανένα δείγμα βανδαλισμού ή κλοπής, ενώ όλα τα ακριβά αυτά μηχανήματα βρίσκονται ελεύθερα για την χρήση των μελών.

Η αγάπη για τα βιβλία προδίδει και την ανάγκη μας να καταθέτουμε συνεχώς τις μικρές μας προσπάθειες σε εκδόσεις και δημοσιεύσεις. Παράλληλα, η ανάγκη τής διδασκαλίας μου με οδήγησε, λόγω ανυπαρξίας σχετικής θεωρητικής βιβλιογραφίας στα ελληνικά, να συγγράψω βιβλία για την τεχνική, την αισθητική και την ιστορία τής φωτογραφίας. Η συνολική εκδοτική μας δραστηριότητα, που ξεπέρασε ήδη τα πενήντα βιβλία, στεγάστηκε κάτω από μια επιχείρηση με το όνομα «Φωτοχώρος», που περιλαμβάνει και το περιοδικό μας με το ίδιο όνομα, και την γκαλερί-καφενείο. Έτσι δεν υποχρεώθηκε στη λήθη το όνομα αυτό, που για πολλούς είναι συνώνυμο τού «Φωτογραφικού Κύκλου».

Η έκδοση ενός περιοδικού εντύπου αποτέλεσε πάντοτε προσωπική μου ανάγκη. Το περιοδικό, κάθε περιοδικό, επιτυγχάνει μιαν ιδιότυπη επικοινωνία. Άλλωστε το παρελθόν μου κάτι τέτοιο προμήνυε, αφού στο δημοτικό είχα επιχειρήσει την έκδοση μιας μαθητικής εφημερίδας («Μαθητική Σάλπιγξ» !) και στο Πανεπιστήμιο ενός φοιτητικού περιοδικού («Θέματα»). Η μετά δύο φύλλα για την πρώτη και τρία τεύχη για το δεύτερο εκπνοή τής εκδοτικής δραστηριότητας δεν εκόμιζε αισιόδοξα μηνύματα, αλλά αυτή τη φορά το περιοδικό μας «Φωτοχώρος» είναι στο κατώφλι τών ένδεκα τευχών. Αν σ' αυτό προστεθεί και η εφημερίδα «Φωτογραφικός Κύκλος», που σταμάτησε μετά έξη φύλλα, η κατάσταση δείχνει να βελτιώνεται.

Η εκθεσιακή μας δραστηριότητα υπήρξε πάντοτε συνεχής και έντονη, χωρίς όμως να φθάσει ευτυχώς σε επίπεδο αυτοσκοπού. Οι ατομικές εκθέσεις στον «Φωτοχώρο», το μικρό μας καφενείο-γκαλερί, ξεπερνούν τις δεκαπέντε ετησίως, ενώ και πάρα πολλές άλλες διοργανώνονται σε γκαλερί με πρωτοβουλία τού κάθε μέλους ή σε εναλλακτικούς χώρους, όποτε οι χώροι αυτοί μάς το ζητούν. Οι μεγάλες ομαδικές εκθέσεις τού «Κύκλου» στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη έχουν εντυπωσιάσει όχι μόνον για την ποιότητα τών φωτογραφιών τους (τουλάχιστον τους καλόπιστους θεατές), αλλά και με τον όγκο τους. Το τελευταίο βρήκε αρκετούς επικριτές, ακόμα και μέσα από τα μέλη τού «Κύκλου» και τους εκθέτες. Αντιπαρέρχομαι ως εξ ορισμού αστήρικτο το επιχείρημα ότι δεν προλαβαίνει κανείς να τις δει σε μιαν επίσκεψη, μια και η εύλογη και αυτόματη απάντηση θα ήταν να επανέλθει, αφού μάλιστα οι εκθέσεις γίνονται πάντοτε στο κέντρο τών πόλεων. Ας αντιπαρέλθουμε επίσης το γεγονός ότι μια τέτοια μομφή θα συμπαρέσερνε και όλα τα σημαντικά μουσεία τού κόσμου, τών οποίων το επίπεδο τών συλλογών απαιτεί προφανώς περισσότερη ταλαιπωρία από την απόλαυση ή απόρριψη μερικών φωτογραφιών. Άλλωστε, η φύση τού φωτογραφικού μέσου δεν συνάδει στην επί πολλά λεπτά ενατένιση κάθε φωτογραφίας. Αυτό όμως που οι εν λόγω επικριτές λησμονούν είναι την ομαδική φύση τού «Κύκλου» και τη δυναμική αυτού τού όγκου. Όταν μάλιστα μερικοί προτείνουν την έκθεση μονού αριθμού φωτογράφων, ή, όπως λένε, τών αρίστων, είναι προφανές ότι θεωρούν πως στον αριθμό αυτόν συγκαταλέγεται και ο εαυτός τους, και ότι οι πάντες συμφωνούμε για το ποιοι είναι αυτοί οι άριστοι, πράγμα ευτυχώς αναληθές. Έτσι, προσωπικώς προτιμώ να δείχνουμε τον μεγαλύτερο αριθμό φωτογράφων, που ο εκάστοτε χώρος επιτρέπει, προσφέροντας χαρά σε περισσότερους φωτογράφους, αλλά και σε εκείνους τους θεατές που διψούν να δουν περισσότερη παρά λιγότερη φωτογραφία και να κρίνουν με τα δικά τους κριτήρια απορρίπτοντας ή αποδεχόμενοι. Λυπάμαι μόνον που στη διαδικασία αυτής τής επιλογής θα υπάρξουν πάντοτε και μερικοί πικραμένοι, που δεν μπορούν να συμμετάσχουν, παρά την αγάπη που έχουν δείξει και για τη φωτογραφία και για τον «Κύκλο».

Αν ερωτηθεί κανείς από μάς τι πέτυχε όλα αυτά τα χρόνια ο «Φωτογραφικός Κύκλος», μπορεί να απαντήσει χωρίς στόμφο, αλλά με ικανοποίηση, ότι βοήθησε να δημιουργηθεί ένα μεγάλο και αρκετά καλλιεργημένο κοινό φωτογραφίας στην Ελλάδα, ότι κράτησε μέσα στη φωτογραφία άτομα με καλλιτεχνική ευαισθησία, τών οποίων η ανασφάλεια (ισχυρότερη τής επιμονής τους) θα τους είχε απομακρύνει, ότι δημιούργησε κίνητρα και ευκαιρίες για νέες φωτογραφίες και ευρύτερη προβολή τους, ότι συνέβαλε στη βελτίωση τού πνευματικού και φωτογραφικού επιπέδου όλων τών μελών του και τέλος, αλλά και το κυριότερο, ότι δημιούργησε, προφύλαξε και διατήρησε έναν χώρο όπου η καλλιτεχνική και ανθρώπινη ποιότητα αποτελούν τον βασικό στόχο. Αν πάλι ερωτηθεί τι σχέδια υπάρχουν για το μέλλον, μπορεί να απαντήσει ότι όλους μάς απασχολεί η διατήρηση τού στόχου τής ποιότητας με άνοδο τού επιπέδου της, ότι επιθυμούμε την επικοινωνία με φωτογράφους τού εξωτερικού, τών οποίων το έργο αγαπούμε και θαυμάζουμε, και, τέλος, ότι θα θέλαμε να αντέξει, να πυκνώσει και να βελτιωθεί η εκδοτική μας παρουσία.

Τα λευκώματα της «Μικρής Σειράς» του «Φωτοχώρου» ξεκίνησαν με την ιδέα ότι μπορεί μια μονογραφία ενός φωτογράφου να είναι καλή στην ποιότητα και προσιτή στην τιμή. Οι περισσότεροι από τους φωτογράφους της σειράς έβγαλαν ή θα βγάλουν και νέες μονογραφίες. Τα μικρά, όμως, αυτά λευκώματα συνιστούν ένα σημαντικό ίχνος στον κόσμο των φωτογραφικών βιβλίων, προς τα οποία όλος ο «Φωτογραφικός Κύκλος» δείχνει μεγάλο σεβασμό.

Λευκώματα

Ο Φωτογραφικός Κύκλος έχει για σκοπό την προώθηση της τέχνης της φωτογραφίας, τη δημιουργία καλλιεργημένου φωτογραφικού κοινού, την καλλιτεχνική καλλιέργεια των μελών του και την ενίσχυση του καλλιτεχνικού τους έργου.